ΕΞΟΔΟΣ

9 ταβέρνες της Αττικής που κρατάνε από τη δεκαετία του ’50

Στα τραπέζια τους έχουν γλεντήσει γενιές και γενιές. Αυτές οι ταβέρνες έχουν, εκτός από μερακλίδικο φαγητό, ιστορία που ξεκινά από το 1950.

05.05.2023| Updated: 08.05.2023
Φωτογραφία: Σοφία Παπαστράτη
9 ταβέρνες της Αττικής που κρατάνε από τη δεκαετία του ’50

Άλλες έχουν ψάρια και θαλασσινά, άλλες κεφτεδάκια και σπέσιαλ ομελέτες, άλλες γίδα κοκκινιστή. Αυτό που έχουν κοινό, όμως, οι παρακάτω ταβέρνες είναι ότι γεννήθηκαν μεταξύ του 1950 και του 1959, μια εποχή που στην Αθήνα άρχισαν να σηκώνονται πολυκατοικίες η μια μετά την άλλη και οι ρυθμοί να γρηγορεύουν. Φτάνουν ή έχουν ξεπεράσει τα 70 χρόνια λειτουργίας, δηλαδή. Από τότε άλλαξαν πολλά ακόμη: και στην πόλη και στις συνήθειες των ανθρώπων, ακόμα και στις ίδιες τις ταβέρνες. Υπάρχουν όμως και κάποια πράγματα που έμειναν ίδια. Η οικειότητα, η μοιρασιά, η παρέα. Αλλά και τα παλιά βαρέλια, που είναι στην ίδια θέση από τότε που τις πρωτοξεκίνησαν οι προηγούμενες γενιές ή μερικές νοσταλγικές ρεκλάμες στον τοίχο, όπως η κλασική φωτογραφία από το ημερολόγιο της Φιξ με την Αλίκη Βουγιουκλάκη ή η διαφήμιση των πρώτων σιγαρέτων Παπαστράτου με φίλτρο, που τότε βγήκαν στην αγορά.

ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΕΠΙΣΗΣΤο λεξικό της ταβέρναςΤο λεξικό της ταβέρνας

Τα Κανάρια, στο Μοσχάτο: από το 1950

Φωτογραφίες: Άσπα Κουλύρα
Χρήστος Χωμενίδης: Τα Κανάρια Χρήστος Χωμενίδης: Τα Κανάρια

Η αυλή στα Κανάρια, το παλιό ταβερνάκι στις Τζιτζιφιές έχει μια αύρα σπιτική, σαν να επιστρέφεις στο εξοχικό της γιαγιάς σου. Δεν λείπουν ούτε οι βαμμένες γλάστρες από παλιούς τενεκέδες φέτας. Στο κέντρο, μια δροσοΐσκιωτη συκιά. Προσπερνώ γρήγορα και μπαίνω μέσα. Όλα το ίδιο φροντισμένα και νοικοκυρεμένα, στοιχισμένα στη θέση που τους αναλογεί. Το παλιό χειροποίητο ψυγείο ελληνικής κατασκευής του ’64, η ζυγαριά του ’59 όπου μέχρι και σήμερα ζυγίζουν τα ψάρια, η παλιά σόμπα πετρελαίου, αναμμένη στο φουλ. Η ξύλινη εξωτερική πόρτα που βρήκε το ’38 ο παππούς της οικογένειας σε μια γκρεμισμένη μονοκατοικία στον Πειραιά. Όλα διατηρημένα σαν σε μουσείο, αν εξαιρέσεις ότι είναι σε χρήση, απόλυτα λειτουργικά. Ακόμα και τα κρασοβάρελα, που τα περισσότερα είναι 50-60 ετών, δεν είναι διακοσμητικά. Κάθε Σεπτέμβρη που έρχεται ο βαρελάς ξεκρεμιούνται, πλένονται, στυφάρονται και συντηρούνται για να γεμίσουν ξανά μούστο από τα Μεσόγεια (Σαββατιανό) και τη Νεμέα (Ροδίτη και Αγιωργίτικο). Λευκό και ροζέ είναι το κρασί που φτιάχνουν, σε συνεργασία με έναν οινοποιό.

Όταν βάζουν τον μούστο, για καμιά εβδομάδα περίπου, ετοιμάζουν και μουσταλευριά και κερνούν στο μαγαζί. Μαθαίνω ότι τη συκιά στην αυλή τη φύτεψε ο κ. Σπύρος Αργυρόπουλος, όταν ήταν πέντε χρονών. Εδώ ήταν το πατρικό του, σπίτι και καφενείο μαζί. Η περιοχή τότε είχε μόνο χωράφια και δύο βιοτεχνίες, και οι εργάτες έρχονταν να πιουν καφέ και να τσιμπήσουν κανέναν μεζέ που έφτιαχνε η μάνα του. Ο πατέρας του δούλευε σερβιτόρος στα δύο μεγάλα καφενεία της Ομόνοιας και όταν άνοιξαν το δικό τους, κάποιοι πελάτες-φίλοι τον «ακολούθησαν». Είχε και δύο φίλους ψαράδες, ο ένας έριχνε παραγάδι στον Ιλισό – στην ακτή, δύο βήματα από την ταβέρνα, είναι οι εκβολές του. Τα ψάρια που έπιαναν τα έφερναν στο μαγαζί και τα έριχναν κάτω, για να ψωνίσουν οι πελάτες για το σπίτι.  Κάποιοι ζητούσαν και τους τα τηγάνιζαν επιτόπου. Από το ’62 πια, τα Κανάρια έπαψαν τους καφέδες και τα άλλα μαγειρέματα και το γύρισαν σε αυτό που κάνουν μέχρι σήμερα: αποκλειστικά γαρίδες και φρέσκο ψάρι –κανένα φαγκρί, συναγρίδες, μπαρμπούνια, σαργούς–, σαλάτα, ελιές και φέτα.

ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΕΠΙΣΗΣΧρήστος Χωμενίδης: Τα ΚανάριαMε τον Χρήστο Χωμενίδη στα Κανάρια για γαρίδες-σούπερ σταρ

Πατάτες δεν μπαίνουν στο μαγαζί. Έχουν όμως μεγάλη ειδίκευση στη γαρίδα. Ειδίκευση είναι λίγο. Έχουν μάστερ. Ιδίως στις τηγανητές, αλλά, για όποιον θέλει να τις δοκιμάσει κι αλλιώς, τις κάνουν επίσης βραστές και ψητές. Προμηθεύονται γαρίδες και γάμπαρες Πλαταμώνα, που θεωρούν τις νοστιμότερες της Ελλάδας, κι όταν είναι η εποχή αναπαραγωγής τους, τον Ιούλιο και τον Αύγουστο, τα Κανάρια κλείνουν. Ναι, και όμως. Η ποιότητα και η προέλευση της γαρίδας τους είναι αδιαπραγμάτευτη. Μεγάλες και γλυκοφάγωτες, αλευρώνονται και τηγανίζονται σε ένα «μυστικό» μείγμα από έλαια – ελαιόλαδο και κάποια άλλα λάδια, που δεν θέλησαν να μας αποκαλύψουν. Τα ψάρια τους τα παίρνουν από Κουφονήσια και Κυκλάδες. Χ.Τ.

Κανάρη 119, Μοσχάτο, Τ/210-94.22.119. Καθημερινές 19.00-24.00. Κυριακές 12.00-17.00. Κόστος 30-45 χωρίς τα ποτά.

 

Πεζούλας στην Καλλιθέα, από το 1950

Φωτογραφίες: Σοφία Παπαστράτη

42 ιστορικές ταβέρνες της Αθήνας

Στην Καλλιθέα, χαμηλά προς τη θάλασσα, στις Τζιτζιφιές, πίσω από το Ίδρυμα Σταύρος Νιάρχος, εκεί όπου από το 1925 έως το 2003 λειτουργούσε ο ιππόδρομος, ο παππούς Παναγιώτης Πεζούλας και η γιαγιά Παναγιώτα άνοιξαν στο ισόγειο του σπιτιού τους ένα οινομαγειρείο. Τα μεσημέρια σερβίρανε σε αναβάτες και επισκέπτες του ιπποδρόμου και τα βράδια κακαβιά για τους ξενύχτηδες, μια και πολλά κέντρα διασκέδασης της εποχής βρίσκονταν στα πέριξ. Οι σταρ της χρυσής εποχής του ελληνικού λαϊκού τραγουδιού (όπως ο Παπαϊωάννου), όταν τελείωναν το πρόγραμμά τους, πήγαιναν εκεί για φαγητό: «Πάμε στου Πεζούλα για ψαρόσουπα».

ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΕΠΙΣΗΣΗ ξακουστή ταραμοσαλάτα του ΠεζούλαΗ ξακουστή ταραμοσαλάτα του Πεζούλα

«Όταν έφτασαν στο μαγαζί, ετοίμασαν τα μπουζούκια τους και άρχισαν να παίζουν και να τραγουδούν. Τους ακολούθησαν η Πάνου, η Σακελλαρίου και η Ντάλμα. Το γλέντησαν έως το πρωί» (Πάνος Γεραμάνης, 2001). Το 1970 ανέλαβε η δεύτερη γενιά, ο Λυμπέρης Πεζούλας, και σέρβιρε μόνο ψάρια και θαλασσινά. Το 1996, ο γιος του ο Παναγιώτης ξεκίνησε να δουλεύει ως σερβιτόρος και από το 2021 μαζί με τη γυναίκα του Κατερίνα τρέχουν το μαγαζί. Πολλά έχουν αλλάξει από το 1951 που άνοιξε η ιστορική ψαροταβέρνα. Η μικρή αυλή που θυμίζει νησί παραμένει ίδια, αλλά στο εσωτερικό έχουν προστεθεί πιο σύγχρονες, καλόγουστες ωστόσο πινελιές. Πέρα από τις ζωγραφιές, ο χώρος είναι φτιαγμένος από μάρμαρα και τούβλα, με ντεκόρ από Τήνιους μαρμαράδες.

Ο Πεζούλας διατηρεί την απλότητα και την αίσθηση κουτουκιού που μας ταξιδεύει στις εποχές που μαζεύονταν οι μεγάλοι λαϊκοί τραγουδιστές. Στο μενού μπήκαν νέες γεύσεις, αλλά η ψαρόσουπα έχει ακόμη την ψήφο των μερακλήδων και πολλοί έρχονται μόνο και μόνο γι’ αυτήν. Δοκιμάστε τις ψητές καραβίδες, τη φάβα με καπνιστό χέλι, το χταπόδι με σταμναγκάθι και τα τηγανητά μπαρμπουνάκια.

Στο μενού έχουν προστεθεί και κάποια πιάτα πιο μοντέρνα, όπως το λαβράκι carpaccio και το ceviche τσιπούρα, που κάπως μας βγάζουν από την ατμόσφαιρα της παραδοσιακής ψαροταβέρνας. Τα ψάρια πάντα ημέρας, (από τη Χαλκίδα, τη Βαρβάκειο, την ψαραγορά του Ρέντη)και πάντα μας καλούν στην κουζίνα για να διαλέξουμε το ψάρι που θέλουμε να μας ψήσουν. Στην κάβα τους έχουν εμφιαλωμένα ελληνικά κρασιά περίπου 14 ετικέτες. Μ.Π.

Πεισιστράτου 11, Καλλιθέα, Τ/210-94.22.684, Τρίτη-Σάββατο 13.30-23.15, Κυριακή 13.00-17.00, Δευτέρα κλειστά. Κόστος: 25- 30 €/άτομο χωρίς τα ποτά.

ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΕΠΙΣΗΣΚρεατοφαγία στα πέριξ: 10 ταβέρνες στα περίχωρα της ΑττικήςΚρεατοφαγία στα πέριξ: 10 ταβέρνες στα περίχωρα της Αττικής

Ραμνούς στον Μαραθώνα, από το 1950

Ραμνούς: Συναρπαστική σπιτική μαγειρική στη μέση του πουθενά
Φωτογραφίες: Σοφία Παπαστράτη

Ραμνούς: Συναρπαστική σπιτική μαγειρική στη μέση του πουθενά

Στη μέση του πουθενά, κυριολεκτικά, η Μαραθωνίτισσα Βασίλω Λέπουρα φίλευε τους περαστικούς κυνηγούς κόκορα κοκκινιστό με μακαρόνια, σε ένα ταβερνάκι-προέκταση του σπιτιού της. Η συνταγή, ατόφια και το ίδιο πεντανόστιμη μέχρι σήμερα και σήμα κατατεθέν της εξοχικής ταβέρνας, μαγειρεύεται από τον γιο της Φώτη και την κόρη του Βασιλική, μαζί με μερικές ακόμα συναρπαστικές νοστιμιές, ακριβώς στον ίδιο χώρο, τριγυρισμένο από την ομορφότερη αττική φύση. Σχεδόν το σύνολο των πρώτων υλών είναι ιδιοπαραγόμενα: το οικογενειακό μποστάνι δίνει τα πάντα στην εποχή τους, ενώ τα κρεατικά και τα αυγά είναι επίσης δικής τους εκτροφής.

ramnoys-synarpastiki-spitiki-mageiriki-sti-mesi-toy_poythena_gastronomos

Βάλτε να δουλέψει το GPS και πηγαίνετε μέχρι τον Ραμνούντα για τη σιγοψημένη όλο το βράδυ προβατίνα στον φούρνο, στη λαδόκολλα, για τα τηγανητά παστουρμαδοπιτάρια και τυροπιτάρια, τα αυγά με φέτα και πατάτες (όλα οικογενειακής παραγωγής), τις χειροποίητες πίτες, το αρνάκι σε γαστράκια με δεντρολίβανο, το χοιρινό κότσι, τη χοιρινή στηθοπλευρά φούρνου με πατάτες. Αν είστε τυχεροί, ίσως ο κύριος Φώτης σάς φιλέψει φτερωτό κυνήγι στην κατσαρόλα με πιλάφι – η ταβέρνα παραμένει στέκι κυνηγών. Β.Κ.

Τέρμα λεωφόρου Ραμνούντος, αρχαιολογικός χώρος, Μαραθώνας, Τ/22940- 63.670. Ανοιχτά μόνο τα Σαββατοκύριακα, με κράτηση. Κόστος: 18-20 €/άτομο χωρίς τα ποτά.

ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΕΠΙΣΗΣΝτολμαδάκια γιαλαντζίΤα ντολμαδάκια γιαλαντζί της ταβέρνας Τσομπανάκος

Τσομπανάκος στην Καισαριανή, από το 1954

42 ιστορικές ταβέρνες της Αθήνας
Φωτογραφίες: Σοφία Παπαστράτη

Το χάος του Τσομπανάκου, με τις αντίκες και τα αναμνηστικά που καλύπτουν κάθε σημείο και κάθε τοίχο, εκπέμπει ζεστασιά. Ανάμεσα σε όλα ξεχωρίζει ένα πανόραμα της Σμύρνης. Όταν ο παππούς Θεόφιλος Κανονιέρης έφυγε ξεριζωμένος από τη Μικρά Άσία, 16 χρονών παιδί, το πήρε μαζί του ως μοναδικό ενθύμιο. Αφού έφτασε στην Αθήνα, τον πρώτο καιρό έβοσκε πρόβατα, εξ ου και το παρατσούκλι Τσομπανάκος. Έπειτα, σε ένα στενό της Καισαριανής άνοιξε το 1954 κουτούκι με μόλις οκτώ τραπέζια. Εκεί βρίσκεται ακόμα η ταβέρνα, που πέρασε πρώτα στον γιο του Κυριάκο και, τώρα πλέον, στον Θεόφιλο τον νεότερο.

42 ιστορικές ταβέρνες της Αθήνας 42 ιστορικές ταβέρνες της Αθήνας

Το τζουκμπόξ στη γωνία λειτουργεί ακόμα. Οι θαμώνες σηκώνονται καμιά φορά να διαλέξουν τραγούδι. Στην κουζίνα ο Θεόφιλος μαγειρεύει μια μείξη μικρασιατικής και ελληνικής κουζίνας με τις συνταγές που του παρέδωσαν ο πατέρας του και η Πολίτισσα μαμά του: λαχανοντολμάδες, μανιτάρια με πλιγούρι, σαλιγκάρια στιφάδο, ντολμαδάκια, προβατίνα κοκκινιστή με μακαρόνια, καμιά φορά πίτες ψημένες στη στόφα, πολίτικες σαλάτες με καυτερές πιπερίτσες και έμπειρο κεμπάπ. Το σουξέ πάντως είναι τα παϊδάκια –οι σερβιτόροι τα αποκαλούν «φρούτα του δάσους»–, που έρχονται λεπτοκομμένα και τρυφερά στο τραπέζι.

42 ιστορικές ταβέρνες της Αθήνας 42 ιστορικές ταβέρνες της Αθήνας

Για την ιστορία, στο μαγαζί έχουν υπάρξει θαμώνες τόσο αστέρες του αθλητισμού (όπως φαίνεται από τα πολλά ποδοσφαιρικά και μπασκετικά memorabilia), όσο και επιφανείς καλλιτεχνικές προσωπικότητες, όπως ο Λευτέρης Παπαδόπουλος και, ακόμα πιο πίσω, ο Τσιτσάνης και η Σωτηρία Μπέλλου. Οι τελευταίοι είχαν όχι μόνο δικό τους τραπέζι, αλλά και δικό τους κλειδί για να μπαίνουν το ξημέρωμα, όταν τελείωναν τη δουλειά στο κοντινό «Χάραμα», και να σερβίρονται φαγητό από τις κατσαρόλες, σαν στο σπίτι τους. Γ.Π.

Ανακρέοντος 2, Καισαριανή, Τ/210-72.48.441. Τρίτη-Σάββατο: 19.30- 01.00, Κυριακή: 13.00-19.00, Δευτέρα κλειστά. Κόστος: 15 €/άτομο χωρίς τα ποτά.

ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΕΠΙΣΗΣΜαρία Καβογιάννη, αλήθεια έτρωγες παστίτσιο στο σινεμά;Μαρία Καβογιάννη, αλήθεια έτρωγες παστίτσιο στο σινεμά;

Κιτσαρώνας στο Μενίδι, από το 1955

Φωτογραφίες: Άσπα Κουλύρα

Η παλαιότερη ταβέρνα των Αχαρνών άνοιξε το 1955 από τον Χρήστο Τσάμη, που χάρη στην επιβλητική κορμοστασιά του τον φώναζαν Κιτσαρώνα. Ήταν μάγειρας ονομαστός και η ταβέρνα του φημιζόταν για τα κρεατικά του, ιδιαίτερα για τη μοσχαρίσια σπαλομπριζόλα, την «μπριζόλα του Κιτσαρώνα», και για τα μαγειρευτά του, με συνταγές γιαγιάδων και δικές του πινελιές, που λένε πως άφησαν εποχή. Από το 1991 την ταβέρνα έχει αναλάβει ο γιος του, Τάσος, εμπλουτίζοντας τον κατάλογο με προβατίνα, γεμιστό μπιφτέκι και το ζυγούρι στη σχάρα, για το οποίο ορκίζονται πιστοί θαμώνες από όλη την Αττική. Το 2016 η ταβέρνα μετακινήθηκε λίγα μέτρα πιο μακριά, στη σημερινή της θέση, λειτουργώντας παράλληλα και ως μαγειρείο-μεζεδοπωλείο, με μαγειρευτά όπως σουτζουκάκια, τας κεμπάπ, παστίτσιο, κόκορα κοκκινιστό ή κρασάτο, κεφτεδάκια, σπέσιαλ ομελέτες. Τα ζυγούρια προέρχονται από Μενιδιάτες κτηνοτρόφους και τα υπόλοιπα κρεατικά από Σέρρες, Μυτιλήνη και Πελοπόννησο. Τα καλοκαίρια, η ταβέρνα βγάζει τραπέζια στην πλατεία, ενώ το υπόγειο έχει την παλιά, κλασική μορφή ταβέρνας, με σπουδαίο μουσειακό και φωτογραφικό υλικό από το Μενίδι. Β.Κ.

Παύλου Μελά 8, κεντρική πλατεία Αχαρνών, Μενίδι, Τ/210-24.65.141. Κόστος: περίπου 20 ευρώ/άτομο. Ανοιχτά καθημερινά 18.00-01.00 & Κυριακή 12.00-01.00.

ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΕΠΙΣΗΣΤα σουβλατζίδικα του Πειραιά: Τα 10 αγαπημένα μας στη γενέτειρα του σουβλακιούΤα σουβλατζίδικα του Πειραιά: Τα 10 αγαπημένα μας στη γενέτειρα του σουβλακιού

Αξώτης στο Πολύγωνο, από το 1956

 42 ιστορικές ταβέρνες της Αθήνας
Φωτογραφιες: Σοφία Παπαστράτη

Το ξύλινο ραμποτέ, το μαρμάρινο πάτωμα, το παλιό ψυγείο με τη σκαλιστή κορνίζα, οι οικογενειακές φωτογραφίες. Ο Αξώτης έχει αρκετά από τα στοιχεία της τυπικής ταβέρνας, αλλά και κάμποσα που τον κάνουν μοναδικό. Μπορεί να είναι που το μαγαζί λάμπει από καθαριότητα ή που οι σειρές με τα κρασοβάρελα φτάνουν, επιβλητικές, μέχρι την οροφή της ψηλοτάβανης αίθουσας. Τα 67 χρόνια ιστορίας, πάντως, τα νιώθεις στον αέρα του μαγαζιού. Αν κοιτάξεις πιο προσεκτικά, σε μία από τις κορνίζες θα δεις μια παρέα οικοδόμων να ποζάρει για λίγο, πριν συνεχίσει το σκάψιμο στο σημείο όπου βρίσκεται ο Αξώτης σήμερα. Κάπως έτσι ξεκίνησε η ιστορία της ταβέρνας: ο παππούς Νίκος, από τη Δανακό της Νάξου, οικοδόμος στο επάγγελμα, και η γυναίκα του Ειρήνη άρχισαν να φτιάχνουν κρασί στο υπόγειο του σπιτιού τους. Τα μεσημέρια άναβαν φωτιά στην αυλή και οι σκαφτιάδες της περιοχής μαζεύονταν για γίδα που έβραζε στον τενεκέ του λαδιού.

42 ιστορικές ταβέρνες της Αθήνας

Με τα πολλά πάρθηκε η απόφαση να στηθεί το μαγαζί και οι ίδιοι οικοδόμοι που σύχναζαν στην αυλή έπιασαν να σπάσουν την πέτρα και να χτίσουν την ταβέρνα εκεί που πριν ήταν βουνό. Εκτός από την ατμόσφαιρα, υπάρχουν κι άλλοι, σοβαροί λόγοι να ψάξει κανείς τη συνοικιακή ταβέρνα στις ανηφοριές του Πολυγώνου.

Ο Νίκος Βάσιλας (εγγονός του πρώτου ιδιοκτήτη) και η σύζυγός του Εύη ψήνουν τα κρεατικά με μαστοριά – συστήνουμε τόσο τα ροδαλά παϊδάκια, όσο και τη ζουμερή χοιρινή μπριζόλα ή το φιλέτο κοτόπουλου. Τα χόρτα φτάνουν στο τραπέζι χωρίς να έχουν χάσει τη ζωντάνια τους, ενώ το τραγανό, χειροποίητο τζατζίκι και η σπιτική τυροκαυτερή κάνουν τέλειο ντουέτο με τις πατάτες-έκπληξη. Λεπτές, τραγανές και σχεδόν καραμελωμένες, θυμίζουν πιο πολύ πατάτες καλού γαλλικού μπιστρό και εξαφανίζονται σε χρόνο μηδέν. Για επιδόρπιο: χαλβάς του μπακάλη με κανέλα και στυμμένο λεμόνι. Γ.Π.

Παπαρσένη 15, Πολύγωνο, Τ/210-64.59.130. Δευτ.-Σάβ., 19.30-00.00 & Κυριακή: 13.00-17.30. Κόστος: 15 €/άτομο χωρίς τα ποτά.

ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΕΠΙΣΗΣΟι πιο ψαγμένες και αυθεντικές ταβέρνες του ΠειραιάΟι πιο ψαγμένες και αυθεντικές ταβέρνες του Πειραιά

Το Κουτούκι του Αντώνη στην παλιά Κοκκινιά, από το 1958

Ένα στενούρι με βαρέλια που χρησιμοποιούνταν και για τραπέζια, έμπαινες με τη μούρη, έβγαινες με την πλάτη, έτσι το θυμάμαι το μαγαζί της Ειρήνης. Εκείνη ήταν στο πετρογκάζ, μπροστά σε ένα τηγάνι με πατάτες. Με είχε πάει ο πατέρας μου, ήμουν περίπου έξι χρονών, και δεν θα ξεχάσω πως μας έφεραν γαλέο τηγανητό και φέτα βαρελίσια σερβιρισμένη στη λαδόκολλα. Την μπακαλοταβέρνα άνοιξε το 1958 στην Κοκκινιά η μητέρα της Ειρήνης, Ευτυχία Μαμά, μια Κερκυραία ντόμπρα και καπάτσα. Έβαζε μούστο στα βαρέλια της και έβγαζε για μεζέ ό,τι είχε το μπακάλικο: αυγά, τυράκι στο μπακαλόχαρτο, παστές σαρδέλες και κανένα κεφτεδάκι. Στα χρόνια που ήρθαν, η επιχείρηση αλλάζει θέση δύο φορές και αλλάζει ελαφρώς το μενού: πατσάς γιαχνί ήταν η σπεσιαλιτέ της Ευτυχίας στο νέο πόστο, λίγα μέτρα πιο κάτω στη Ρούμελης. Η Ειρήνη αναλαμβάνει το μαγαζί εξ ολοκλήρου όταν χάνει τη μαμά της και σήμερα, αφού έχουν μεταφερθεί στην οδό Αργυροκάστρου, δίπλα στο θρυλικό υπόγειο του Ξύδη όπου τραγουδούσε ο Βαμβακάρης, λειτουργούν μαζί με τη νεότερη Ευτυχία, την κόρη της, το Κουτούκι του Αντώνη.

Ο Αντώνης είναι ο σύζυγος, ένας απίθανος συλλέκτης μικροαντικειμένων, τον οποίο ξέρουν όλοι οι αντικέρηδες της Αβησσυνίας. Η ίδια οικογένεια, πλέον στην τρίτη της γενιά, τρέχει για όλα: ψώνια και προμήθειες, σερβίρισμα, η Ειρήνη σταθερά βρίσκεται στο τηγάνι, η Ευτυχία στις σαλάτες και στην ψησταριά. Ο Αντώνης, ως συνταξιούχος, βοηθάει κι αυτός καμιά φορά στο μαγαζί της γυναίκας του. Σερβίρουν παϊδάκι γάλακτος από τη Λέσβο, «όταν τελειώνει το γάλακτος, σταματάω και το παϊδάκι από το μενού» λέει η Ευτυχία σήμερα. Εδώ τρώμε σαλάχι στο τηγάνι, μπακαλιάρο σκορδαλιά που υπάρχει όλο τον χρόνο, κοκορετσάκι που φτιάχνουν μόνοι τους. Τα τραπέζια, όλα τα έπιπλα και τα μεμοραμπίλια είναι προίκα της γιαγιάς, μαζί με ό,τι τους έδωσε η γειτονιά για να τους καλωσορίσει στη νέα τους τοποθεσία το 1994 και ό,τι έχει ανακαλύψει ο Αντώνης στα παζάρια – από κομπολόγια μέχρι πορσελάνινα αγαλματάκια της Αμαλίας και του Όθωνα. Ν.Δ.

Αργυροκάστρου 26, Παλιά Κοκκινιά, Τ/210-49.24.338. Ανοιχτά Τρίτη-Κυριακή 12.00-00.00. Κόστος: 15 €/άτομο χωρίς τα ποτά.

Αγρόκτημα Ρεγκούκου στη Σταμάτα, από το 1958

42 ιστορικές ταβέρνες της Αθήνας
Φωτογραφία: Μιχάλης Ρουκουνάκης

Το 1950, ο Κηφισιώτης με ευβοιώτικη καταγωγή Πέτρος Ρεγκούκος με τη γυναίκα του Αγγελική αγοράζουν ένα κτήμα στις ερημιές της Σταμάτας, στήνουν κτηνοτροφική μονάδα, έπειτα αγρόκτημα και μερικά χρόνια αργότερα ταβέρνα με πρώτες ύλες όλες δικές τους και κρασί που έφτιαχναν στο υπόγειο. Η ταβέρνα και το αγρόκτημα πέρασαν στα παιδιά, στα ανίψια και στα εγγόνια τους, που σήμερα υποδέχονται πιστούς θαμώνες από κάθε γωνιά της Αττικής, που ορκίζονται –όπως κι εγώ– στο πιο μελωμένο κατσικάκι ριγανάτο με πατάτες, στους λαχανοντολμάδες, στα ζουμερά και μυρωδάτα κεφτεδάκια με αθάνατη συνταγή της γιαγιάς Αγγελικής, στο σπιτικό, μερακλίδικο τζατζίκι, στη μαγειρίτσα, στο αρνάκι φρικασέ και στη χειροποίητη σπανακόπιτα (φυσικά με πρασινάδες του αγροκτήματος), στις σεφταλιές με συκωταριά, στο στιφάδο, στα ολόγλυκα τηγανητά κολοκυθάκια και βέβαια στα παϊδάκια που ψήνει ο εγγονός Πέτρος. Τις καθημερινές σερβίρεται και ευβοιώτικο τυροπιτάρι στο τηγάνι.

Όλα τα κρεατικά είναι φρέσκα και ντόπια από τον Μαγγίνα, το αγρόκτημα δίνει όλα τα υπόλοιπα. Στα πολλά συν προσθέστε το πιο ζεστό καλωσόρισμα από την εγγονή Ασημίνα, την απόλυτη ηρεμία, τη φυσική ομορφιά και τη σκιά της κληματαριάς το καλοκαίρι. Β. Κ.

Τέρμα οδού Έκτορος (5η στάση Μαραθώνα γραμμής 507), Σταμάτα (Αμυγδαλέζα), Τ/210- 62.17.898. Ανοιχτά καθημερινά από τις 19.00, Σάββατο από το μεσημέρι, Κυριακή βράδυ κλειστά (αυστηρά με κράτηση). Κόστος: 20 €/άτομο χωρίς τα ποτά.

ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΕΠΙΣΗΣΤα κεφτεδάκια της μπακαλοταβέρνας του ΣκυλοδήμουΤα κεφτεδάκια της μπακαλοταβέρνας του Σκυλοδήμου

Σκυλοδήμος (Το μπακάλικο του Φίλιππα) στον Πειραιά, από το 1959

Φωτογραφία: Άγγελος Γιωτόπουλος

Φωτογραφία: Άγγελος Γιωτόπουλος

Οι πελάτες εδώ δεν είναι μόνο τακτικοί, είναι οικογένεια. Ο κύριος Αντώνης έρχεται με το δικό του ψωμί από τον διπλανό φούρνο και, πριν καθίσει στο τραπέζι, πιάνει τη σκούπα να μαζέψει λίγο τα ξερά φύλλα από την πίσω αυλή. Ο Φίλιππος, ο ιδιοκτήτης, θα του σερβίρει κασέρι πάνω στο χαρτί, μαζί με το κρασί. Σε μια θέση λίγο παραπέρα, η άλλη μορφή του μαγαζιού, ο κύριος Μαθιός, δηλώνει με κάθε ευκαιρία πόσο φανατικός του Εθνικού Πειραιά είναι. Τα πειράγματα πάνε κι έρχονται μαζί με κουβέντες για την επικαιρότητα ή συζητήσεις για ψαριές.

42 ιστορικές ταβέρνες της Αθήνας 42 ιστορικές ταβέρνες της Αθήνας

Κάποτε, μαγαζιά σαν τον Σκυλοδήμο ήταν συνηθισμένα, σήμερα η μπακαλοταβέρνα του Πειραιά είναι από τα ελάχιστα (αν όχι το μοναδικό του είδους του) μέσα στα οποία η παλιά ζωή συνεχίζεται σαν να μην άλλαξε ποτέ ο κόσμος απέξω. Τα καφάσια με τα ζαρζαβατικά στο κέντρο του δωματίου δεν είναι για ντεκόρ. Οι γείτονες μπαινοβγαίνουν πού και πού για να πάρουν κανένα λάχανο, λίγα κρεμμύδια, χύμα όσπρια ή καθαριστικά, καφέ στιγμής, κονσέρβες και χαρτικά. Σβέλτα και με άνεση ο Φίλιππος ετοιμάζει τις σακούλες, τους δίνει ρέστα, παίρνει παραγγελίες και φεύγει πίσω, στο υποτυπώδες κουζινάκι, για να συνεχίσει με τις τηγανητές πατάτες (είναι γλυκές, από την Τρίπολη ή από την Κοζάνη, όταν δεν βρίσκει), τα κεφτεδάκια (υπόδειγμα) και τις ομελέτες (ψηφίζουμε δαγκωτό εκείνη την πιπεράτη με τον καβουρμά). Και μετά τσουπ, πάλι πίσω από το ψυγείο, να κόψει τυριά και παστουρμάδες και να φροντίσει τους θαμώνες.

Ο πατέρας του, Νικόλας Σκυλοδήμος, είχε φύγει πιτσιρίκος από το χωριό του στα Φάρσαλα για να έρθει στον Πειραιά. «Επειδή ήταν πρωτότοκος, τον “διώξανε” από το χωριό μόλις τελείωσε το Δημοτικό, για να δουλέψει και να προικίσει τις αδερφές του», λέει ο Φίλιππος. Από 12 χρονών δούλευε «μπακαλόγατος» στη Σωτήρος, στους αδελφούς Αγγελόπουλους. «Το πρωί φόρτωνε το καρότσι και το τραβούσε σε όλη την Καραολή και Δημητρίου μέχρι πάνω, για να πουλήσει την πραμάτεια. Το βράδυ κοιμόταν στο μαγαζί, πάνω σε τσουβάλια». Μετά το φανταρικό του, με ό,τι χρήματα είχαν μαζευτεί αγόρασε το μαγαζί το 1959 και συνέχισε να το δουλεύει σαν μπακαλοταβέρνα μέχρι που, δεκαετίες μετά, το αναλαμβάνει ο Φίλιππος. «Έτσι το παρέλαβα, έτσι το κράτησα», λέει και το εννοεί. Γ.Π.

Δεληγιώργη 16 και Σκυλίτση 23, Πειραιάς, Τ/211-40.80.630. Δευτέρα & Τετάρτη: 09.00-17.30, Τρίτη-Πέμπτη-Παρασκευή-Σάββατο: 09.00-00.00, Κυριακή κλειστά. Κόστος: 10 €/ άτομο χωρίς τα ποτά.

ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΕΠΙΣΗΣ5 έμπειρα μαγαζιά για θαλασσινούς μεζέδες στον Πειραιά5 έμπειρα μαγαζιά για θαλασσινούς μεζέδες στον Πειραιά

Μαγειρεία - Ταβέρνες

Καισαριανή

Καλλιθέα

Πειραιάς

Βραβεία Ποιότητας

Δες ανά κατηγορία τα βραβεία των προηγούμενων ετών