ΕΞΟΔΟΣ

10 ταβέρνες της Αθήνας που έχουν φτάσει τα 100

Αυτές οι ταβέρνες της Αθήνας έζησαν αμέτρητες ανθρώπινες στιγμές. Στα τραπέζια τους έχει καθίσει κόσμος και κοσμάκης. Έχουν φτάσει ή κοντεύουν τον αιώνα και ακόμη κρατάνε γερά.

29.09.2023| Updated: 16.02.2024
Φωτογραφία: Άγγελος Γιωτόπουλος
10 ταβέρνες της Αθήνας που έχουν φτάσει τα 100

Κάποιες από τις παρακάτω σχεδόν συνομήλικες ταβέρνες, ήταν παλιά (και) κάτι άλλο. Καρβουνιάρικο, ας πούμε, που πουλούσε και κρασί ή μπακάλικο, που έβγαζε κι έναν μεζέ. Σε άλλες η σκυτάλη πέρασε από γενιά σε γενιά και σε άλλες από ταβερνιάρη σε ταβερνιάρη. Μερικές τις βλέπεις και τώρα απείραχτες, σαν να έχει σταματήσει ο χρόνος και μερικές άλλες έχουν αλλάξει με τον καιρό. Οι τοίχοι τους είναι ποτισμένοι με ιστορίες, της πόλης και των ανθρώπων της. Έχουν δει πολλές εποχές. Καθισμένος στα τραπέζια τους, που γεμίζουν και σήμερα από μεγάλους και μικρότερους, παρέες και οικογένειες, το νιώθεις αυτό.

Η ταβέρνα του Βαρδή: Στην ίδια οικογένεια εδώ και έναν αιώνα

42 ιστορικές ταβέρνες της Αθήνας
Φωτογραφίες: Χριστίνα Γεωργιάδου

Η ταβέρνα του Βαρδή είναι από τις λίγες που εδώ και εκατό και πλέον χρόνια ανήκει στην ίδια οικογένεια. Ήταν το 1919 όταν ο παππούς Βαρδής (Βασίλης) Μπουρδάκης ήρθε από το Ροδοβάνι Χανίων στον Υμηττό, με τη γυναίκα του Ευτυχία κι ένα ζωγραφιστό μπαούλο με τα προικιά της, νοίκιασαν ένα δωματιάκι κι εκείνος πιάνει δουλειά τραβαγιέρης στα τραμ. Τρία χρόνια αργότερα, το 1922, ανοίγουν ένα ταβερνάκι-κρασοπουλειό σε γειτονικό δωματιάκι, βάζουν ένα βαρελάκι ρέγκα καπνιστή, ένα με φέτα, και μούστο Σαββατιανό από τα Σπάτα, που το κάνουν ρετσίνα στο υπόγειο. Η ταβέρνα έβαζε το κρασί, ο πελάτης τον μεζέ.

Σταδιακά η κυρία Ευτυχία αρχίζει να μαγειρεύει γίδα βραστή, συκωταριά αρνίσια στο τηγάνι, πατσά κοκκινιστή και φάβα στρωτή κι ολόισια στο πιάτο, σαν μουσταλευριά. Ο Βαρδής πέθανε νεότατος και την ταβέρνα αναλαμβάνει η γυναίκα του Βαρδήνα και αργότερα ο γιος του, Αντώνης, με τη γυναίκα του Μαρία. Με τα πόδια πήγαινε ο Αντώνης στα Σπάτα, ανεβοκατεβαίνοντας τον Υμηττό, για να διαλέξει τον μούστο, και επέστρεφε με κάρο φορτωμένο με τις βαρέλες για τη ρετσίνα του, που την έφτιαχνε στο υπόγειο με ρετσίνι μεγαρίτικο. «Κάθε χρονιά διαθέταμε κάπου 60 τόνους κρασί», λέει η κόρη του Αντώνη, Άρτεμη, που με τις δύο αδερφές της, Έφη και Νατάσσα, συνεχίζουν την οικογενειακή παράδοση, διατηρώντας αναλλοίωτο το ύφος της ταβέρνας: το γυαλιστερό μωσαϊκό, τις παλιές τζαμαρίες, το υπόγειο με τις κρασοβαρέλες, ορατό κάτω από το γυάλινο δάπεδο, τις φωτογραφίες των προγόνων στους τοίχους. Τα κορίτσια σερβίρουν ακόμα κρασί από τους απογόνους του παραγωγού που προμήθευε τον πατέρα και τον παππού τους!

Γυρίζουν καθημερινά τις λαϊκές αγορές για κηπευτικά, προμηθεύονται τυριά, γιαούρτι και κρέας από το γαλακτοπωλείο-κρεοπωλείο του Ραβάνη στην Ηλιούπολη και εμπλούτισαν το μενού με πιάτα όπως στιφάδο με αγριογούρουνο, χοιρινό με πράσα, σουτζουκάκια, κρητικό αρνάκι τσιγαριαστό σιγοψημένο για τέσσερις ώρες, μοσχαρίσιο καπάκι γιουβέτσι, όσπρια με σέσκουλα, λαχανοντολμάδες που τυλίγει ακόμα η 82χρονη Βαρδήνα, κοκκινιστό με μακαρόνια, χανιώτικο μπουρέκι, καλιτσουνάκια με χόρτα, σοφεγάδα. Στην «Ταβέρνα του Βαρδή» οι θαμώνες είναι όλων των ηλικιών. Στο ένα τραπέζι τρώει ο παππούς με τους φίλους του και παραδίπλα ο εγγονός του με την παρέα του. Εδώ ήταν στέκι και του Μπάμπη Γκολέ, που συχνά ξεκινούσε το τραγούδι στο τραπέζι του και η βραδιά εξελισσόταν σε ρεμπέτικο γλέντι μέχρι τα ξημερώματα! «Είναι τρόπος ζωής η ταβέρνα», λένε τα κορίτσια. Β.Κ.

Καισαρείας 9, Υμηττός, Τ/210-76.29.972. Κόστος: 15 €/άτομο χωρίς τα ποτά.

ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΕΠΙΣΗΣ8 αθηναϊκές ταβέρνες που θα θέλαμε να κρατήσουμε μυστικές8 αθηναϊκές ταβέρνες που θα θέλαμε να κρατήσουμε μυστικές

Λελούδας: διαχρονικές νοστιμιές και ιστορία «γραμμένη» στους τοίχους του

42 ιστορικές ταβέρνες της Αθήνας
Φωτογραφίες: Άγγελος Γιωτόπουλος

Αν είχαν στόμα τα ντουβάρια του, θα έλεγαν ιστορίες για πόλεμο, Εμφύλιο, χούντα και Μεταπολίτευση, απανωτές οικονομικές κρίσεις και μεγάλες απώλειες. Η ιστορία του Λελούδα έχει τόσο πολύ ζουμί, όσο πολύ ψαχνό έχει και ο ίδιος ο Βοτανικός, όπου ιδρύθηκε το μαγαζί το 1928. Το άνοιξε ως μπακαλοταβέρνα ένας εργάτης καμινιαραίος από την Κύθνο, ο Δημήτριος Λελούδας, εσωτερικός μετανάστης όπως και δεκάδες άλλοι στον Βοτανικό, που ήταν συνοικία προσφύγων και μεταναστών, με χαμόσπιτα και βουστάσια. Η πελατεία του μαγαζιού ήταν οι περίοικοι, κι όταν χτίστηκε η ΕΒΓΑ, τα καμίνια της περιοχής και τα ταμπάκικα, έτρωγαν εκεί και οι εργάτες. Αξημέρωτα περνούσαν και οι χορταρούδες, τους ζέσταιναν τα χθεσινά ψωμιά και τους έβαζαν μια κούπα κρασί.

42 ιστορικές ταβέρνες της Αθήνας 42 ιστορικές ταβέρνες της Αθήνας

Τότε ο Λελούδας ήταν κλασική μπακαλοταβέρνα. Αργότερα έβαλαν και δυο τρία φαγιά: μπακαλιάρο τηγανητό, κάνα όσπριο ή πατάτες γιαχνί. Για τη ρετσίνα του μπαρμπα-Δημήτρη έστελνε ο Καζαντζίδης και του γέμιζαν νταμιτζάνες, την περίοδο που έμενε στον Άγιο Κωνσταντίνο. Όταν πήρε σύνταξη ο παππούς, ο γιος του ο Βασίλης το έκανε κρασοπουλειό και μαγειρείο. Τον Λελούδα τον σημάδεψαν οι άνθρωποί του, οι θαμώνες, τα φαγιά, οι σφαίρες που τρύπησαν την πόρτα του στην Κατοχή. Ένα αειθαλές κονάκι, από τα παλαιότερα φαγάδικα της Αθήνας, όπου οι θαμώνες ευωχούνται με καλό φαγητό και χορταίνουν γλύκα και θαλπωρή. Τοπόσημο του Βοτανικού, με γαστρονομική και πολιτισμική αξία. Σε εκατό χρόνια άλλαξε τρεις μαγείρισσες. Μετά τη γιαγιά Μαρία, ανέλαβε η μαμά Φρόσω και τα τελευταία χρόνια η γυναίκα του σημερινού ιδιοκτήτη, του Δημήτρη Λελούδα του νεότερου, η Άννα Βούρου. Πλέον πήρε τη σκυτάλη η βοηθός της Άννας, η κ. Γεωργία Διαβολίτση.

Ώσπου να αυτοπροσδιοριστούμε ξανά, ο Λελούδας θα μας θυμίζει τον δρόμο της απλότητας με κεφτεδάκια με φρεσκοαλεσμένο κιμά, ζυγούρι κοκκινιστό, φιλέτο μπακαλιάρο σκορδαλιά, ρεβύθια κοκκινιστά με ρέγκα στον φούρνο, τηγανητές πατάτες Τρίπολης ή Αχαΐας με κιμά και ξερή μυτζήθρα Καλαβρύτων, και δαμάσκηνο γλυκό φούρνου. Σπουδαστής στη Σχολή Οινολογίας και τελειόφοιτος Οινοχοΐας, ο Δημήτρης φτιάχνει βαρελίσιο κρασί από Σαββατιανά και Ροδίτες και σύντομα θα εμφιαλώσει τη Ρετσίνα του σε συνεργασία με το οινοποιείο Νικολού. Ν. Μ.

Σαλαμινίας 8-10, Βοτανικός, Τ/210-34.64.167. Κόστος: 10-15 €/άτομο χωρίς τα ποτά.

ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΕΠΙΣΗΣΣε ποιες Αθηναϊκές ταβέρνες τρώμε τα καλύτερα ψητά;Σε ποιες Αθηναϊκές ταβέρνες τρώμε τα καλύτερα ψητά;

Καραβίτης: Το παλιό καρβουνιάρικο του Παγκρατίου

42 ιστορικές ταβέρνες της Αθήνας
Φωτογραφίες: Άγγελος Γιωτόπουλος

42 ιστορικές ταβέρνες της Αθήνας

42 ιστορικές ταβέρνες της Αθήνας 42 ιστορικές ταβέρνες της Αθήνας

Πριν από σχεδόν εκατό χρόνια ο Καραβίτης ανοίγει στο Παγκράτι ως καρβουνιάρικο, προμηθεύοντας τη γειτονιά με δύο προϊόντα που εκείνη την εποχή, για κάποιον λόγο, πήγαιναν πακέτο: κάρβουνα και χύμα κρασί. Σταδιακά πήρε τη μορφή οινομαγειρείου και τελικά έγινε ονομαστή ψησταριά.

Σήμερα, ως μία από τις μακροβιότερες ταβέρνες των Αθηνών, συνεχίζει να σερβίρει παϊδάκια-εγγύηση και τρυφερές μπριζόλες μαζί με χεράτες τηγανητές πατάτες και τραγανά, αρωματικά κεφτεδάκια. Η κουζίνα βγάζει και μερικά μαγειρευτά, όπως το διαχρονικό σταμνάκι: κοκκινιστό ψημένο σε πήλινο, το οποίο, μαζί με το λιωμένο κεφαλοτύρι που το σκεπάζει, αναποδογυρίζεται πάνω από τηγανητές πατάτες. Τον χειμώνα τρώμε μέσα, στο χαμηλοτάβανο κτίριο με τα κεραμίδια, πλάι στα παμπάλαια κρασοβάρελα. Το καλοκαίρι η δράση μεταφέρεται απέναντι, στην προφυλαγμένη αυλή. Γ. Π.

Παυσανίου 4, Παγκράτι, Τ/210-72.15.155.15-20 €/άτομο χωρίς τα ποτά.

ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΕΠΙΣΗΣ9 ταβέρνες της Αττικής που κρατάνε από τη δεκαετία του ’509 ταβέρνες της Αττικής που κρατάνε από τη δεκαετία του ’50

Δίπορτο: Η υπόγεια ταβέρνα του Βάρναλη

Ένα καπηλείο δίπορτο, με δύο απότομες γλιστερές σκάλες, μαρμάρινο πάγκο, «μάνες» ξέχειλες με ρετσίνα και πάναπλο φαγητό. Καμία ταμπέλα, αλλά δύο εισόδους έχει το Δίπορτο, από όπου βρίσκει δίοδο το φως για να τρυπώσει στην υπόγα της γωνίας Θεάτρου και Σωκράτους. Όι πρώτες γραπτές αναφορές γι’ αυτό χρονολογούνται το 1911. Ένα ρημάδι είναι το παλιό κτίριο του 1880 όπου στεγάζεται, σε ένα νευραλγικό σημείο της πόλης, πίσω από το πάλαι ποτέ «Μπαγιατοπάζαρο». Ο χώρος του, μια νοικοκυρεμένη εντροπία. Στα ζουμιά μες στις μαρμίτες βράζουν υλικά καλά –δυο βήματα είναι άλλωστε η Αγορά– και τα φαγιά είναι απλά, αλλά περιέχουν ουσία. «Μες στην υπόγεια την ταβέρνα, μες σε καπνούς και σε βρισιές, απάνω στρίγκλιζε η λατέρνα, όλ’ η παρέα πίναμ’ εψές», έγραφε το ’22 ο Κώστας Βάρναλης στο ποίημα Οι μοιραίοι, που σύμφωνα με τον αστικό θρύλο το εμπνεύστηκε καθισμένος σε ένα από τα τραπεζάκια του Δίπορτου, πίνοντας για να πάνε κάτω τα φαρμάκια.

42 ιστορικές ταβέρνες της Αθήνας
Φωτογραφίες: Δημήτρης Βλάικος

42 ιστορικές ταβέρνες της Αθήνας

Ο κυρ Μήτσος, κατά κόσμον Δημήτρης Κολιολιός, ο παραγιός του πρώην ιδιοκτήτη, κρατάει το Δίπορτο χρόνια τώρα. Γνήσιος Αρβανίτης, αυστηρός, λιγομίλητος, μπεσαλής, παλεύει να τα βγάλει πέρα με το ετερόκλητο κοινό που καταδύεται στο μαγαζί του. Κάποιες φορές θα χρειαστεί να μοιραστούν δύο παρέες μαζί το ίδιο τραπέζι. Πουλάει χόρτα και φάβα ζεστά, μια ρεβυθάδα, μια φασολάδα, μια μοσχαρόσουπα, ένα γιουβέτσι, μια πατάτες γιαχνί, ένα ψαράκι ψητό, ένα πιάτο κοπτόν με σουπιές ή χταπόδι και ψωμί. Μπήκες, έφαγες, πλήρωσες, έφυγες. Πριν βγάλεις παλτό και τα ρέστα, έχει στρωθεί το τραπέζι μάνι μάνι με τη λαδόκολλα κι έχει έρθει και το ορεκτικό. Άλλο που πολλοί στρογγυλοκάθονται γιατί τους αρέσει η περιρρέουσα παλιακή αίσθηση κι η καλτ ατμόσφαιρα.

Η αξία του ταβερνείου αυτού δεν βρίσκεται στην ποικιλία του μενού, στις μαγειρικές καπατσοσύνες ή στη χύμα, χειροποίητη ρετσίνα. Είναι η ποτισμένη με νοσταλγία αθηναϊκότητά του που σε τραβάει. Σε τούτο εδώ το καπηλειό ο μπαρμπα-Μήτσος με τη λευκή παστρικιά στολή μιλάει με τις πράξεις του: μας ταΐζει το βίωμά του, να χορτάσει η ψυχή μας, να πάμε στην ευχή του Θεού. Ν.Μ.

Σωκράτους 9 και Θεάτρου, Ομόνοια, Τ/210-32.11.463. Κόστος: 8-12 €/άτομο, χωρίς τα ποτά.

Ειδικόν: Μια μπακαλοταβέρνα των αρχών του περασμένου αιώνα

Φωτογραφίες: Άγγελος Γιωτόπουλος

42 ιστορικές ταβέρνες της Αθήνας

Συνήθως κάθομαι στο τραπέζι στο βάθος, ανάμεσα στα δύο παλιά ψυγεία του ’38 της εταιρείας Πρότυπον Ψυγείον Έν Έλλάδι. Στα ράφια και στους πάγκους του κάποτε μπακάλικου, στολισμένες παλιές ζυγαριές, κουτιά από μαργαρίνες, κονσέρβες πελτέ, φρυγανιές, καφέδες, απορρυπαντικά, ένα αρχαίο ραδιόφωνο, ένα ακορντεόν, μια λάμπα ασετυλίνης. Ακούμε Μπιθικώτση, παίζει το τραγούδι της ξενιτιάς. Μαζί μου κάθεται κι ο κάπελας του Έιδικόν, ο κ. Άρης Παπακωνσταντίνου, έχει φέρει δύο κούπες με ρετσίνα, κεφτέδες, καγιανά. Ένας υπερασπιστής της παράδοσης – χάρη σε ανθρώπους σαν κι αυτόν, καθιδρύματα όπως το Έιδικόν τα ζούμε, τα γευόμαστε, τα χαιρόμαστε μέχρι και σήμερα. «Τo Έιδικόν άνοιξε το 1920, πίσω από τα παλιά καπνεργοστάσια, από τον παππού μου Αριστείδη Παπακωνσταντίνου του Αποστόλου, που ήρθε 17 χρονών στην Αθήνα από το ορεινό Γαρδίκι Τρικάλων», πιάνει το νήμα της αφήγησης. Πεινάω και η τηγανητή μυρωδιά με λιγώνει.

42 ιστορικές ταβέρνες της Αθήνας 42 ιστορικές ταβέρνες της Αθήνας

Μια «τούρτα» προσγειώνεται στο τραπέζι μας, ήτοι πατάτες τηγανητές με αυγά μάτια, κι ένα πιατάκι με σουτζούκι και άλλο ένα με λουκάνικο από του Μπαταγιάννη. «Την περίοδο του πολέμου, τούτο το κτίριο θεωρούνταν ουρανοξύστης. Γύρω γύρω είχε μόνο παράγκες. Στο υπόγειο κρύβονταν οι γείτονες στην Κατοχή και μαγείρευε η γιαγιά μου η Μαρία, μην πεινάσουν». Ο Αριστείδης και η Μαρία πρόκοψαν και λίγο αργότερα αγόρασαν το οικόπεδο του Έιδικόν. Έκεί που κάθομαι τώρα και πίνω τη ρετσίνα μου, κελαηδούσαν κάποτε οι μπουζουκομπαγλαμάδες του Παπαϊωάννου και του Τσιτσάνη – πατριώτης κι αυτός από τα Τρίκαλα.

Το μαγαζί απείραχτο, το ίδιο και οι μεζέδες. Πρώτα τους έφτιαχνε η γιαγιά Μαρία και τώρα πια η μητέρα του κ. Άρη, η Παρασκευούλα. Αγαπώ τους κεφτέδες τους, το τηγανητό συκώτι, τη φάβα, την καλτ ομελέτα με κορνμπίφ. «Παλιά, ο αδερφός του παππού είχε τυροκομείο στη Ναύπακτο και πουλούσαν εδώ τα δικά τους τυριά». Τώρα έχουν φέτα Κεφαλονιάς, γραβιέρα Αμφιλοχίας, κασέρι Καλαμπάκας, ελιές Αμφίσσης και λάδι καλαματιανό και μανιάτικο. Από τον παππού του έχει μάθει ο κ. Άρης να φτιάχνει και τη δική του ρετσίνα με Σαββατιανό Μεσογείων, που βράζει στα βαρέλια στο υπόγειο, στο πάλαι ποτέ καταφύγιο. Ν.Μ.

Ψαρών 38, Ταμπούρια, Πειραιάς, Τ/210-46.12.674. Κόστος: 10-15 €/άτομο χωρίς τα ποτά.

ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΕΠΙΣΗΣ15 ταβέρνες στην Αθήνα για παϊδάκια – λουκούμι15 ταβέρνες στην Αθήνα για παϊδάκια – λουκούμι

Παλιά ταβέρνα του ψαρρά: Γραφική, ιστορική και με καλό κρασί

Διακοσμημένη με έργα του Πλακιώτη ζωγράφου Γιώργου Σαββάκη, η παμπάλαιη ταβέρνα του 1898 ιδρύθηκε από έναν Ελληνοαμερικανό και αποτελεί μια αξιόλογη πρόταση για να μυηθούν οι ξένοι επισκέπτες της χώρας μας στην παραδοσιακή ελληνική κουζίνα. Το υπεραιωνόβιο νεοκλασικό κτίριο θαρρείς κι είναι ζωγραφισμένο πάνω στη γωνία που σχηματίζουν οι οδοί Έρεχθέως και Ερωτοκρίτου κι είναι χτισμένο πάνω από ένα παρακλάδι του Ηριδανού ποταμού. Από τα τραπεζάκια του έχουν περάσει από κοινούς θνητούς από όλη την οικουμένη μέχρι σπουδαίες προσωπικότητες, όπως οι Λόρενς Όλίβιε, Βίβιαν Λι, Γκράχαμ Γκριν και Μαργκότ Φοντέιν. Τα τελευταία χρόνια την ταβέρνα διαχειρίζεται ο όμιλος Σταθοκωστόπουλου, που της έδωσε καινούργια πνοή με σεβασμό στην ιστορία της. Είναι καλόγουστα τουριστική και υπηρετεί την ιδέα της παραδοσιακής ταβέρνας με το παραπάνω, ακροβατώντας στην πραγματικότητα μεταξύ ταβέρνας και ρεστοράν. Οι λαχανοντολμάδες τους είναι νοστιμότατοι, το παστίτσιο και το χοιρινό φρικασέ απολαυστικά, το μελωμένο αρνάκι στον φούρνο με πατάτες μας κέρδισε, ο μπακλαβάς με καρύδι και το ζουμερό ραβανί απολύτως πετυχημένα. Σημαντικό το ότι διαθέτει μια θαυμάσια λίστα με καλοδιαλεγμένα ελληνικά κρασιά. Για όλους τους παραπάνω λόγους, δικαιολογούμε ακόμα και τις τσιμπημένες τιμές. Ν. Μ.

Ερωτοκρίτου 12, Πλάκα, Τ/210-32.18.734. Κόστος: 25 €/άτομο χωρίς τα ποτά.

Φιλίππου: Κολωνακιώτικο μαγέρικο ετών 100

42 ιστορικές ταβέρνες της Αθήνας
Φωτογραφίες: Άγγελος Γιωτόπουλος

Φέτος κλείνει ένας αιώνας από τότε που ο Κωνσταντίνος Φιλίππου, από το Διχώρι στα Βαρδούσια, ανοίγει παγοπωλείο-καρβουνιάρικο στις πλαγιές του Λυκαβηττού. Σύντομα το μεταφέρει στη σημερινή του θέση, το κάνει κρασοπουλειό –κερδίζοντας μάλιστα το 1935 Χρυσό Βραβείο για το κρασί που φτιάχνει στο υπόγειο με μούστο από τα Μεσόγεια–, ενώ η γυναίκα του, Κατερίνα, σκαρώνει κεφτεδάκια και μεζέδες. Το 1967 ο γιος τους, Γιάννης, εμπλουτίζει την κουζίνα με κατσαρολάτα λαδερά, όσπρια, σούπες, κοκκινιστά και αυγολέμονα.

42 ιστορικές ταβέρνες της Αθήνας 42 ιστορικές ταβέρνες της Αθήνας

Το 1996, το μαγειρείο περνά στα χέρια του εγγονού Κωνσταντίνου και μετά την ξαφνική απώλειά του το περασμένο καλοκαίρι, το μαγειρείο συνεχίζει στα χέρια της γυναίκας του Πατρίσιας και από την τέταρτη πλέον γενιά, τις κόρες τους Σύνθια και Μαριάννα, που συνεισέφεραν τη νεανική φρεσκάδα τους, αλλά διατηρούν την –από τη δεκαετία του ’60– ανοιχτή κουζίνα και τα καλομαγειρεμένα σπιτικά πιάτα, μαγειρευτά, φούρνου και πίτες. Οι πιστοί θαμώνες θα έρθουν την Πέμπτη για την κοτόσουπα και την κότα μιλανέζα, την Παρασκευή για την τηγανητή γλώσσα, το Σάββατο για το πιάτο-σήμα κατατεθέν, την ψαρόσουπα. Πιάτα απλά, κλασικά, της θαλπωρής, με σταθερή συνταγή, όπως το κοκκινιστό μοσχαράκι, απαράλλαχτο εδώ και δεκαετίες. «Το μαγαζί γεννήθηκε από τη φακή και τη φασολάδα, και η φακή και η φασολάδα παραμένουν τα πιο δυνατά του πιάτα», εξηγεί η Πατρίσια. «Για πολλούς θαμώνες, εδώ είναι το σπίτι τους».

Β.Κ.

Ξενοκράτους 19 και Πλουτάρχου (στα σκαλάκια), Κολωνάκι, Τ/210-72.16.390, 210-72.31.742. Κόστος: 15-20 €/άτομο χωρίς τα ποτά.

Βλάχικη γάστρα Γούλας: Μελωμένο αρνάκι στις εξοχές της Ροδόπολης

42 ιστορικές ταβέρνες της Αθήνας
Φωτογραφίες: Μιχάλης Παππάς

42 ιστορικές ταβέρνες της Αθήνας

Μπορεί ως ταβέρνα να λειτούργησε πρώτη φορά στα μέσα της δεκαετίας του ’50, ωστόσο το πέτρινο κτίσμα βρισκόταν στο σημείο ήδη από το 1920 ως μπακαλοταβέρνα (και κατοικία) του Αγραφιώτη Τάσου Γούλα. Στα πέντε-έξι τραπεζάκια της σερβίριζε κρασί, ούζο, λουκάνικα και φέτα που έφτιαχνε ο ίδιος. Το μαγαζί μετέτρεψε σε ταβέρνα ο γιος του Θόδωρος και συνεχίζει σήμερα ο εγγονός Πέτρος Γούλας, με ειδικότητα τη βλάχικη γάστρα που ψήνει στα κάρβουνα αρνάκι, κατσίκι και μοσχαράκι, όλα με τηλεφωνική παραγγελία.

42 ιστορικές ταβέρνες της Αθήνας 42 ιστορικές ταβέρνες της Αθήνας

Τα σφαχτά έρχονται ολόκληρα από τη Λιβαδειά και την Αράχωβα και ο Πέτρος Γούλας αναλαμβάνει από το τεμάχισμα και την ετοιμασία μέχρι το τετράωρο ψήσιμο και το σερβίρισμα στο τραπέζι, για την προσωπική επαφή με τον πελάτη. Η σούβλα βγάζει κοκορέτσι, σπληνάντερο και κοντοσούβλι, η σχάρα όλα τα καλά της ώρας και οι κατσαρόλες τα Σαββατοκύριακα προβατίνα κοκκινιστή, χοιρινό σελινόριζα και γίδα βραστή. Την τέχνη της γάστρας συνεχίζει μαζί με τον Πέτρο η τέταρτη γενιά, η κόρη του Δώρα με τον άνδρα της Ξένο. Β.Κ.

Κολοκοτρώνη 14, Ροδόπολη, Τ/210-62.10.165. Κόστος: 20-25 €/άτομο χωρίς τα ποτά.

Κληματαριά: Η πιο πολυσύχναστη ταβέρνα της πόλης, από τις αρχές του 20ού αιώνα

42 ιστορικές ταβέρνες της Αθήνας
Φωτογραφίες: Άγγελος Γιωτόπουλος
42 ιστορικές ταβέρνες της Αθήνας 42 ιστορικές ταβέρνες της Αθήνας

Το 1880, όταν άρχισε να δημιουργείται και να θεμελιώνεται η μικροαστική τάξη της Αθήνας, ένα από τα πρώτα βιομηχανικά κτίρια της πόλης ανεγέρθηκε στην πλατεία Θεάτρου. Εκεί μέχρι και σήμερα βρίσκεται η ταβέρνα Κληματαριά. Χτισμένη στα ερείπια του Ίερού του Απόλλωνα, στις πλάτες του Άη Γιάννη του Θεραπευτή και παραδίπλα από το πρώτο σκεπαστό θέατρο της Αθήνας, μέχρι και το 1927 λειτούργησε ως καφενείο της εκκλησίας για τα μνημόσυνα. Ο πρώτος ιδιοκτήτης ήταν ο Γεροδήμος, ο οποίος τη βάφτισε Κληματαριά. Η ταβέρνα ήταν πάντα συνυφασμένη με το καλό λαϊκό τραγούδι. Κάτω από τις «μάνες» (τα δρύινα κρασοβάρελα), στο αυτοσχέδιο παλκοσένικο έχουν τραγουδήσει στα μετακατοχικά χρόνια ο Γιάννης Παπαϊωάννου και ο Μάρκος Βαμβακάρης, σε μια εποχή που οι λαϊκές φωνές ήταν πληθωρικές και τα τραγούδια είχαν κοινωνικό περιεχόμενο. Η περιοχή υπήρξε βιοτεχνικό κέντρο της πόλης, σε αρμονία με τον οικιστικό ιστό, τη Διπλάρειο Σχολή και το ΊΚΑ. Είχε καθημερινά πολλή κίνηση και το μαγαζί λειτουργούσε με θαμώνες που εργάζονταν στα πέριξ και με Αθηναίους που έρχονταν για δουλειές και ψώνια στη Βαρβάκειο. Μείζονος σημασίας και ιστορικό πλέον κομμάτι της λαϊκής κουλτούρας αυτής της πόλης, είναι μία από τις παλαιότερες ταβέρνες της Αθήνας, πολύ δημοφιλής και στους τουρίστες. Με τα φαγητά καταπιάνεται η κυρία Βάσω μαζί με τη Μαρία, της οποίας η καταγωγή από την Ίμβρο είναι εμφανής σε αρκετά από τα πιάτα που σερβίρουν.

42 ιστορικές ταβέρνες της Αθήνας 42 ιστορικές ταβέρνες της Αθήνας

Με τα σαλιγκάρια στιφάδο γλείφεις και τα δάχτυλά σου. Το ίδιο και με το χουνκιάρ μπεγεντί, τους ξεροψημένους γίγαντες πλακί και τους λαχανοντολμάδες, που είναι χορταστικοί και πλούσιοι. Κάνουν νόστιμα και τα λαδερά, όπως σελινόριζα, αγκινάρες και μανιτάρια στιφάδο, αλλά και τις πίτες: τον χειμώνα κρεμμυδόπιτα, το καλοκαίρι ντοματόπιτα και άλλες. Σε αυτοσχέδιες γάστρες με πυρόχωμα ψήνουν τις σπεσιαλιτέ τους: αρνάκι και χοιρινό κότσι αργομαγειρεμένα μαζί με πατάτες που γίνονται λουκούμι. Στα τσουχτερά κρύα η γίδα βραστή θεριεύει τα μέσα μας. Ζυμώνουν ψωμί, μαγειρεύουν με εξαιρετικό παρθένο ελαιόλαδο Μεσσηνίας, δεν έχουν εμφιαλωμένα κρασιά, όμως εξασφαλίζουν καλής ποιότητας χύμα από την οινοποιία Κορωναίου. «Το Γνωστό Τρίο», κατά κόσμον Παναγιώτης Κατσιμάνης, Αντώνης Τζίκας, Τάσος Γιαννούσης, είναι εδώ και χρόνια το βασικό μουσικό σχήμα της Κληματαριάς κάθε Παρασκευή, Σάββατο και Κυριακή. Ν. Μ.

Πλατεία Θεάτρου 2, Αθήνα, Τ/210-32.16.629. Κόστος: 10-15 €/άτομο χωρίς τα ποτά.

Κατσαρίνα: Tαβέρνα πολλών γενεών

Φωτογραφίες: Δημήτρης Βλάικος

«Κατσαρίνα» ήταν το παρατσούκλι της προγιαγιάς Ειρήνης, που ήταν κατσαρομάλλα. Έτσι πήρε το όνομά της αυτή η πολύ παλιά ταβέρνα που κρατάει από το 1893, ίσως και νωρίτερα. Οινομαγειρείο τα πρώτα χρόνια, έβγαζε κάνα δυο μεζέδες: με μία ρέγκα, πέντε ελιές, λίγη φέτα και κάνα φασόλι έπιναν πολλά κιλά κρασί. Η ταβέρνα πέρασε για λίγο στην κόρη της την Ευαγγελία και μετά στη δική της κόρη, τη Σοφία. «Ήταν εδώ μέσα 70 χρόνια, όλη της τη ζωή», λέει για τη μητέρα του ο Μανώλης Διονυσιώτης, που ανέλαβε τα ηνία από το 2011 (νωρίτερα τον χώρο τον είχαν δώσει σε νοικάρη για κάποια χρόνια). Τον γιο του, τον Γιώργο, που παράλληλα με τις σπουδές του βοηθάει όποτε μπορεί, τον πέτυχα να σερβίρει. Στην κουζίνα μαγειρεύει η σύζυγός του η Αγγελική. Η ταβέρνα είναι κομμάτι της οικογενειακής τους ιστορίας. Τις συνταγές της Σοφίας έχουν κρατήσει. Είτε στην περιποιημένη μέσα σάλα, την παλιά, είτε στην μπροστινή με την τζαμαρία, που προστέθηκε το ’71, μεγαλώνοντας λίγο τον χώρο, τρως φάβα, κρεατένιους λαχανοντολμάδες με ξινούτσικο αυγολέμονο, σπανακόπιτα με μπόλικο χοντρό φύλλο, ζουμάτο χοιρινό πρασοσέλινο κι αρκετά ακόμη: Ανάλογα με τη μέρα, βρίσκεις από κοκκινιστό μέχρι μουσακά ή παστίτσιο.

42 ιστορικές ταβέρνες της Αθήνας 42 ιστορικές ταβέρνες της Αθήνας

Το κοκορέτσι μαστόρικο, καλοπλεγμένο, με σούπερ τραγανό εντεράκι –φέρνουν ολόκληρο κομμάτι, να το κόψεις καταπώς θες–, είναι από τα πιο ωραία τους. Από κει και πέρα έχουν και μπιφτέκια, μπριζόλες και ούτω καθεξής. Κάποτε είχαν δικό τους κρασί. Τα εβδομήντα βαρέλια που βρίσκονταν άλλοτε στα δύο υπόγεια του μαγαζιού κάποια στιγμή τα χάρισαν (μόνο μερικά κράτησαν για ντεκόρ), πάντα χύμα σερβίρουν όμως, εμφιαλωμένα δεν θέλησαν να βάλουν. Δίπλα στην πόρτα της κουζίνας που ανοιγοκλείνει ασταμάτητα –Κυριακή μεσημέρι οι παραγγελίες πέφτουν βροχή– χαζεύω ασπρόμαυρες εικόνες της Κηφισιάς των αρχών του περασμένου αιώνα. Σου δίνουν την αίσθηση ότι ήταν εκεί από πάντα. Ο Μανώλης Διονυσιώτης μας λέει ότι εκείνος τις έχει κρεμάσει.

Δεν έχουν μείνει πολλά από παλιά. Το ’68 που έσπασε το αντιπλημμυρικό φράγμα στις παρυφές της Πεντέλης, πλημμύρισε το μαγαζί. «Έκανε μεγάλη ζημιά», λέει. «Ο πατέρας μου ο συγχωρεμένος είχε σπάσει τον τοίχο για να φεύγουν τα νερά». Τον ίδιο τον έβαλαν σε μια καρέκλα πάνω σε ένα τραπέζι. Το πανύψηλο πεύκο της αυλής, από κείνα τα δέντρα-μνημεία της φύσης, δεν κουνήθηκε από τη θέση του. Ώρα το χάζευα από την τζαμαρία. Αν μιλούσε, θα είχε πολλά να διηγηθεί. Α. Σ.

Λεωφόρος Κηφισίας και Παναγή Τσαλδάρη, Κηφισιά, Τ/210-62.54.072. Κόστος 20-25 € χωρίς τα ποτά.

Μαγειρεία - Ταβέρνες

Αθήνα

Κηφισιά

Κολωνάκι

Παγκράτι

Πειραιάς

Πλάκα

Βραβεία Ποιότητας

Δες ανά κατηγορία τα βραβεία των προηγούμενων ετών