ΕΞΟΔΟΣ

11 ψαροταβέρνες που άντεξαν στον χρόνο: μαγαζιά γεμάτα θάλασσα και ιστορίες

Μετράνε πολλές δεκαετίες, συνεχίζουν επάξια με μερακλίδικους μεζέδες, καλό τηγάνι κι έμπειρη σχάρα. Κι έχουν πολλά να διηγηθούν.

26.05.2023
Φωτογραφία: Σοφία Παπαστράτη
11 ψαροταβέρνες που άντεξαν στον χρόνο: μαγαζιά γεμάτα θάλασσα και ιστορίες

Από το κέντρο της Αθήνας μέχρι τις ανηφοριές Πειραιά κι από εκεί στα Λεγραινά, με θέα γαλάζια, τα παρακάτω στέκια της Αττικής έχουν την πυξίδα τους στραμμένη προς τη θάλασσα χρόνια και χρόνια. Εκεί δίνουμε ραντεβού με όστρακα που μοσχοβολάνε ιώδιο, γαύρο μαρινάτο και λακέρδες σπιτικές, μικρά ψαράκια που τσιτσιρίζουν στο τηγάνι κι άλλα, πιο μεγάλα, που ψήνονται στη σχάρα. Με πιάτα παραδοσιακά και καμιά φορά και πιο μοντέρνα. Και με μια αγάπη για τη θάλασσα που περνάει από γενιά σε γενιά.

Το καπηλείο του Ζάχου: θαλασσινά δίπλα στα κρασοβάρελα

42 ιστορικές ταβέρνες της Αθήνας
Φωτογραφίες: Σοφία Παπαστράτη

42 ιστορικές ταβέρνες της Αθήνας

Διατηρεί στοιχεία απ’ όταν ήταν μπακαλοταβέρνα, με τα κρασοβάρελα κεντρικό στοιχείο της διακόσμησης. Την άνοιξε ο Βασίλης Μπαταγιάνης τη δεκαετία του 1960 και γρήγορα απέκτησε φήμη για το καλό της κρασί, προσελκύοντας τους πότες της γειτονιάς αλλά και τον εργατόκοσμο, που είτε έπαιρναν κρασί για το σπίτι είτε το έπιναν εκεί, τσιμπώντας και κανένα μεζέ. Σήμερα ανήκει στον Χρήστο Ζάχο, Καμινιώτη μια ζωή, ο οποίος ήταν πελάτης του παππού Μπαταγιάννη και πλέον την «τρέχει» μαζί με τη γυναίκα του, Βαΐα, και τον γιο τους, Ζήση. Καθημερινά η κυρία Βαΐα μαζί με άλλες πέντε γυναίκες μαγειρεύουν πιάτα που γίνονται ανάρπαστα. Έχουν πάντα φρέσκο ψαράκι για τηγάνι –γαύρο, μαρίδα, μπακαλιαράκια-όνειρο, κουτσομούρα, μπαρμπουνάκι– όπως και καλαμάρια, χταπόδια, γαρίδες και καραβίδες, αν έχει η αγορά. Τα φρέσκα ψάρια τα προμηθεύονται από δύο μαγαζιά στην αγορά του Πειραιά και στην ψαραγορά του Ρέντη, με τα οποία συνεργάζονται χρόνια.

ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΕΠΙΣΗΣΤρώμε στην Κληματαριά, στην πλατεία Θεάτρου, που σύντομα θα τα εκατοστήσειΤρώμε στην Κληματαριά, στην πλατεία Θεάτρου, που σύντομα θα τα εκατοστήσειΗ ψαρόσουπά τους –μπουγιαμπέσα– είναι πολύ δημοφιλής και ποτέ δεν περισσεύει. Τα χόρτα είναι πάντα εποχής, όπως και τα λαχανικά, και τα παίρνουν από τη λαχαναγορά του Ρέντη. Όλα τα υπόλοιπα τα αγοράζουν από τη γειτονιά – τυροκομικά από τον Άλλαντίν, ψωμί από τον κοντινό φούρνο και κρέατα από τον χασάπη λίγο πιο κάτω. Μια ιδιαίτερη νοστιμιά της κυρίας Βαΐας είναι η πρασοτηγανιά με καρδιτσιώτικη συνταγή (λόγω της καταγωγής της οικογένειας), το λουκάνικο –και αυτό από την Καρδίτσα– και το γεμιστό μπιφτέκι, που γίνεται ανάρπαστο. Κρασί φέρνουν χύμα από τη Νεμέα και την Κρήτη, από γνωστούς τους οινοποιούς, και τσίπουρο χωρίς γλυκάνισο από την Καρδίτσα, από δικές τους καζανιές. Μ. Π.

Το Καπηλειό του Ζάχου, Κομοτηνής 37, Καμίνια, Τ/210-48.13.325. Τρίτη-Σάββατο 12.00 – 00.00, Κυριακή 12.00-18.00, Δευτέρα κλειστά. Κόστος: 20 €/άτομο χωρίς τα ποτά.

Μια μικρή Λέσβος στο κέντρο της Αθήνας

Η Λέσβος πρωτοάνοιξε το ’60 ή το ’69

Φωτογραφίες: Άγγελος Γιωτόπουλος

Στα τέλη της δεκαετίας του ’60 – το ’68 ή το ’69– ο Χρήστος και ο Στρατής Γραμμέλης ήρθαν από την Αγιάσο στην Αθήνα και άνοιξαν το ουζερί τους στη γωνία Μπενάκη και Σόλωνος. Έναν χρόνο μετά, τη μετέφεραν στο ισόγειο της πολυκατοικίας του ’38 όπου βρίσκεται και τώρα. Έγινε σημείο συνάντησης της λεσβιακής διασποράς το μαγαζί, που μάζευε παράλληλα από δικηγόρους και πολιτικούς μέχρι ηθοποιούς και μουσικούς – στα τραπέζια του έχουν καθίσει από την Μπέλλου και τον Ζαμπέτα μέχρι τον Βέγγο και τον Κάρολο Παπούλια. Κι ο Μιχάλης Γιαννέλης, στα χέρια του οποίου πέρασε η Λέσβος το 2007, πελάτης ήταν. Όταν μια μέρα είδε το πωλητήριο, το αποφάσισε. Το πήρε, κράτησε τους παλιούς μεζέδες, πρόσθεσε και άλλους, καινούργιους, χωρίς να αλλάξει το στιλ.

Δίπλα σε κάποιο ούζο από το νησί (έχουν μπόλικες ετικέτες παραταγμένες στην παλιά σιφονιέρα), κάποιο τσίπουρο ή κρασί (έχουν και κάποια εμφιαλωμένα), βάζεις λακέρδα, κολιό και γαύρο μαρινάτο, που φτιάχνουν τακτικά, φασόλια πιάζ, κεφτέδες, πατατοκεφτέδες, τηγανητές σουπιές ξιδάτες, μπακαλιάρο σκορδαλιά, κανένα τηγανητό ψαράκι. Κι έξω στα τραπέζια στο πεζοδρόμιο είναι ωραία, κόβεις κίνηση και το μεσημέρι και το βράδυ, μέσα όμως, δίπλα στο παλιό πιάνο, που έχει συντροφεύσει πολλά τραγούδια, τη λατέρνα, το τζουκμπόξ, το γραμμόφωνο, το παλιό μωσαϊκό, παίρνεις μια γερή τζούρα ατμόσφαιρα. Α.Σ.

Εμμανουήλ Μπενάκη 38, Τ/210-38.14.525. Δευτέρα-Σάββατο 13.00-23.00, Κυριακή 13.00-17.00. Κόστος: 16-20 €/άτομο χωρίς τα ποτά.

Πεζούλας: μια ιστορική ψαροταβέρνα, παλιό στέκι λαϊκών τραγουδιστών

Φωτογραφίες: Σοφία Παπαστράτη

Η λακέρδα του Πεζούλα

Έχουν περάσει πολλές δεκαετίες από τότε που ο παππούς Παναγιώτης Πεζούλας και η γιαγιά Παναγιώτα άνοιξαν στο ισόγειο του σπιτιού τους ένα οινομαγειρείο. Τα μεσημέρια σερβίρανε σε αναβάτες και επισκέπτες του ιπποδρόμου και τα βράδια κακαβιά για τους ξενύχτηδες, μια και πολλά κέντρα διασκέδασης της εποχής βρίσκονταν στα πέριξ. Οι σταρ της χρυσής εποχής του ελληνικού λαϊκού τραγουδιού (όπως ο Παπαϊωάννου), όταν τελείωναν το πρόγραμμά τους, πήγαιναν εκεί για φαγητό. Το 1970 ανέλαβε η δεύτερη γενιά, ο Λυμπέρης Πεζούλας, και σέρβιρε μόνο ψάρια και θαλασσινά. Το 1996, ο γιος του ο Παναγιώτης ξεκίνησε να δουλεύει ως σερβιτόρος και από το 2021 μαζί με τη γυναίκα του Κατερίνα τρέχουν το μαγαζί. Πολλά έχουν αλλάξει από το 1951 που άνοιξε η ιστορική ψαροταβέρνα. Η μικρή αυλή που θυμίζει νησί παραμένει ίδια, αλλά στο εσωτερικό έχουν προστεθεί πιο σύγχρονες, καλόγουστες ωστόσο πινελιές. Πέρα από τις ζωγραφιές, ο χώρος είναι φτιαγμένος από μάρμαρα και τούβλα, με ντεκόρ από Τήνιους μαρμαράδες.

Ο Πεζούλας διατηρεί την απλότητα και την αίσθηση κουτουκιού που μας ταξιδεύει στις εποχές που μαζεύονταν οι μεγάλοι λαϊκοί τραγουδιστές. Στο μενού μπήκαν νέες γεύσεις, αλλά η ψαρόσουπα έχει ακόμη την ψήφο των μερακλήδων και πολλοί έρχονται μόνο και μόνο γι’ αυτήν. Δοκιμάστε τις ψητές καραβίδες, τη φάβα με καπνιστό χέλι, το χταπόδι με σταμναγκάθι και τα τηγανητά μπαρμπουνάκια. Στο μενού έχουν προστεθεί και κάποια πιάτα πιο μοντέρνα, όπως το λαβράκι carpaccio και το ceviche τσιπούρας, που κάπως μας βγάζουν από την ατμόσφαιρα της παραδοσιακής ψαροταβέρνας. Τα ψάρια πάντα ημέρας, (από τη Χαλκίδα, τη Βαρβάκειο, την ψαραγορά του Ρέντη) και πάντα μας καλούν στην κουζίνα για να διαλέξουμε το ψάρι που θέλουμε να μας ψήσουν. Στην κάβα τους έχουν εμφιαλωμένα ελληνικά κρασιά, περίπου 14 ετικέτες. Μ. Π.

Πεισιστράτου 11, Καλλιθέα, Τ/210-94.22.684, Τρίτη-Σάββατο 13.30-23.15, Κυριακή 13.00-17.00, Δευτέρα κλειστά. Κόστος: 25- 30 €/άτομο χωρίς τα ποτά.

Λέσβιον: μια λιλιπούτεια κουζίνα με μεγάλο μεράκι

Φωτογραφίες: Άγγελος Γιωτόπουλος

Τα παλιά λατομεία στα νταμάρια του Γαλατσίου έδωσαν δουλειά σε πολλούς που έρχονταν να βρουν την τύχη τους στην Αθήνα μεταπολεμικά. Οι γειτονιές εκεί κοντά, σκόρπια σπίτια μπροστά σε χωματόδρομους, έγιναν συνοικίες από νησιώτες. Εκεί, ανάμεσα σε χαμηλά σπιτάκια, δύο ξαδέρφια από την Άγρα της Λέσβου, ο Βασίλης και ο Δημήτρης Ταστάνης, έφτιαξαν το καφενείο τους το 1965. Το μαγαζί είχε δουλειά, αλλά δεν στέριωνε με κανέναν από τους ιδιοκτήτες που το λειτούργησαν μέχρι το 1987. Τότε περνάει ξανά σε Λέσβιους από την Άγρα. Ο Παναγιώτης Κακαρώνης το παίρνει μαζί με τον Στράτο Κιουβρέκη και αρχίζουν να σερβίρουν τα βασικά: κεφτέδες, ψαράκια ως μεζέ για το ούζο και κάποια μαγειρευτά. Δεν πέρασαν ούτε δέκα χρόνια όταν στη δουλειά μπήκε και ο Περικλής, γιος του Παναγιώτη, που βοηθούσε από 15 χρονών τα βράδια στο μαγαζί. Το τηγάνι δεν έλειπε καθημερινά: γαύρος και μαριδάκι ήταν τα σίγουρα, ενώ τρεις φορές την εβδομάδα έβαζαν ψησταριά για χταπόδι και σαρδέλες για τους πελάτες τους που ήταν –μέχρι πρόσφατα– αποκλειστικά άνδρες, οι οποίοι έβλεπαν μπάλα και έπαιζαν τάβλι και κανένα χαρτάκι.

Σήμερα τα τραπέζια στο «Λέσβιον» είναι γεμάτα από κάθε λογής κόσμο, πολυμελείς οικογένειες που θα έρθουν για το φρέσκο ψάρι τους, παρέες με πιτσιρικάδες που έρχονται για ούζο και μεζέ, ζευγάρια που έχουν βρει εδώ το καταφύγιό τους. Η ίδια η γειτονιά έχει αλλάξει, τις μονοκατοικίες αντικατέστησαν πολυκατοικίες, το πάρκινγκ είναι δύσκολο. Και όμως, εκεί, ο μαέστρος στο τηγάνι και στη σχάρα Παναγιώτης και ο Περικλής, που χαμογελάει θερμά και ζεσταίνεται η σάλα, έχουν βρει τον τρόπο τους και μέχρι και το χταπόδι στεγνώνουν στις ηλιαχτίδες που ξετρυπώνουν ανάμεσα στα μπετά. Με εγκάρδιο καλωσόρισμα, σβέλτη εξυπηρέτηση και σταθερά καλό φαγητό, μαγειρεύουν σε μια κουζίνα λιλιπούτεια φοβερή σουπιά κοκκινιστή με μελιτζάνα, κάνουν γίγαντες, ρεβίθια και φακές, βάζουν στο τηγάνι κέρδα με ρίκια και παλαμίδες–, ψήνουν στα κάρβουνα απίθανο χταπόδι, μικρά, τριζάτα ψαράκια της ιχθυόσκαλας, φτιάχνουν τα περίφημα λεσβιακά παστά –σαρδέλες και λακέρδα όλο χυμούς, αλλά ψήνουν και λαδοτύρι από την Άγρα. Από το χωριό τους παίρνουν και τη φέτα. Βρίσκουμε περισσότερες από 23 ετικέτες σε ούζο, 8 τσίπουρα, από τη Λήμνο μέχρι το Μέτσοβο, ενώ λημνιακό είναι και το κρασί τους, Μοσχάτο Αλεξανδρείας. Εδώ, δίπλα στα σκληρά νταμάρια, θα μαλακώσει η καρδιά σας με την ευγένεια και την αλήθεια τους. Ν.Δ.

Βαρδουσίων 3, Γαλάτσι, Τ/210-29.23.689. Ανοιχτά Τρίτη-Κυριακή, 11.30-00.00. Κόστος: 16-18 €/άτομο χωρίς τα ποτά.

Μαργαρώ: Γαρίδες, μπαρμπούνια, χωριάτικη και τίποτε άλλο

Η Μαργαρώ είναι από το 1944, στο ίδιο σημείο – δίπλα στην πύλη της Σχολής Ναυτικών Δοκίμων

Φωτογραφίες: Άγγελος Γιωτόπουλος

Το μαγαζί της η Μυκονιάτισσα Μαργαρώ Χανιώτη το άνοιξε το ’37, σε ένα υπόγειο κοντά στο Τζάνειο. Λίγα χρόνια αργότερα, το ’44, μετακόμισε το κρασοπουλειό της σε μια πάλαι ποτέ μπακαλοταβέρνα δίπλα στην πύλη της Σχολής Ναυτικών Δοκίμων. Το ισόγειο το έκανε μαγαζί, τον επάνω όροφο σπίτι. Ο εγγονός της, ο Κώστας Χανιώτης, μου διηγείται ότι εκείνα τα χρόνια η περιοχή ήταν γεμάτη χασισοποτεία, έπεφταν μαχαιρώματα, ένα άβατο, γεμάτο παραπήγματα, φτώχεια και ανέχεια. Η γιαγιά όμως δούλευε με τη γειτονιά. Έφτιαχνε ρετσίνα βαρελίσια, έβγαζε λίγο τυράκι, καμιά ελίτσα, κι όταν πια συστάθηκε ο ΌΛΠ, έκανε και μαγειρευτά φαγητά, τηγάνιζε καμιά μαρίδα και κάνα γαυράκι που ζητούσαν οι εργαζόμενοι.

ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΕΠΙΣΗΣΟ Λελούδας: Το οινομαγειρείο του Βοτανικού σερβίρει από το 1928!Ο Λελούδας: Το οινομαγειρείο του Βοτανικού σερβίρει από το 1928!Το μαγαζί το συνέχισε ο γιος της Λάζαρος με τη γυναίκα του, τη Χαρίκλεια, και από το ’78 το γύρισαν σε τηγανιτζίδικο με πολύ σφιχτό μενού: γαρίδες, μπαρμπουνάκια (ή κουτσομουράκια) και χωριάτικη. Αυτά και τίποτε άλλο.Η ανάπτυξη του λιμανιού και τα ναυτιλιακά γραφεία της περιοχής έφεραν νέα πελατεία. Δεν δούλευαν πια μόνο με τους εργάτες και τους μεροκαματιάρηδες, αλλά και με τους πλοιοκτήτες, τους πρώην καπεταναίους και μηχανικούς. Η αλλαγή έπιασε, μα η Μαργαρώ παρέμεινε ένα λαϊκό μαγαζί. Τα εγγόνια της Σπύρος, Κώστας, Μαργαρίτα και Γιάννης συνεχίζουν ακάθεκτα και το ταβερνάκι είναι πάντα υπόθεση οικογενειακή. Στη χάση και στη φέξη φέρνουν και φρέσκο καραβιδάκι, λυθρίνια και φαγκριά. «Οι γαρίδες είναι κατεψυγμένες, βόρειου Ατλαντικού», μου λέει ειλικρινώς ο Γιάννης, «τα ψαράκια είναι φρέσκα, ελληνικά, από την ιχθυόσκαλα του Κερατσινίου. Για να βρούμε καλή ντομάτα όλες τις εποχές, τις πληρώνουμε κάτι παραπάνω και παίρνουμε από όπου έχει καλές, η φέτα για τη χωριάτικη είναι Άργους και το ελαιόλαδο Αργολίδας». Φέρνουν ασκούς με λευκό κρασί Σαββατιανό από το Μαρκόπουλο από το οινοποιείο Απίκου, και για επιδόρπιο έχει πορτοκαλόπιτα. Ν.Μ.

Λεωφ. Χατζηκυριακού 126, Πειραιάς, Τ/210-45.14.226. Καθημερινά 12.00-00.00, Κυριακή 12.00-17.30. Κόστος: 25-30 €/άτομο χωρίς τα ποτά.

Καπετάνιος: στα Καμίνια ξέρουν από ψάρι

Φωτογραφίες: Άγγελος Γιωτόπουλος

Σε ένα στενό που βγάζει στις γραμμές του τρένου, στα Καμίνια, βρίσκεται ο Καπετάνιος, ένα κρυμμένο «διαμαντάκι» για όσους αγαπούν τα θαλασσινά. Το ντεκόρ παλιομοδίτικο, λίγο αλλοπρόσαλλο και απερίφραστα ναυτικό, με σχοινιά και δίχτυα να κρέμονται από το ταβάνι, ενώ άγκυρες, κοχύλια και ιστιοφόρα απλώνονται σε κάθε γωνιά. Καλτ, με τη ζεστασιά και τη γλύκα του παλιού οικογενειακού μαγαζιού, έχει όλα όσα θέλει κανείς από μια ψαροταβέρνα: ολόφρεσκη πρώτη ύλη, έμπειρη ψησταριά και επιδέξιο τηγάνι, αλλά και τιμές που δεν σε βγάζουν εκτός προϋπολογισμού.

ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΕΠΙΣΗΣΤα Φιλετάκια: Εδώ η πορκέτα σερβίρεται από τη δεκαετία του ’70Τα Φιλετάκια: Εδώ η πορκέτα σερβίρεται από τη δεκαετία του ’70Αν βρείτε σκορπίνα, ζητήστε την ψητή – έρχεται βελούδινη στην πιατέλα της. Οι ζουμερές γαρίδες, οι πατάτες με τις κριτσανιστές άκρες, το ξιδάτο χταπόδι με το δικό τους τουρσάκι και η ψαρόσουπα (αυτή θέλει προπαραγγελία) είναι μερικά μόνο από όσα αξίζει να δοκιμάσει κανείς. Έξτρα πόντοι για την αναλογική ζυγαριά, όπου τα φρέσκα ψάρια που επιλέγει κάθε πελάτης ζυγίζονται μπροστά του. Γ. Π.

Τενέδου 4, Πειραιάς, Τ/210-42.06.539. Δευτέρα κλειστά, Σάββατο: 13.00-00.00, Κυριακή:13.00-18.00, Τρίτη-Παρασκευή: 19.00-00.00. Κόστος: περίπου 20 €/άτομο χωρίς τα ποτά.

Στα Κανάρια οι γαρίδες είναι θεσμός, είναι καμάρι

Φωτογραφίες: Άσπα Κουλύρα

Η αυλή στα Κανάρια έχει μια αύρα σπιτική, σαν να επιστρέφεις στο εξοχικό της γιαγιάς σου και στο κέντρο μια δροσοΐσκιωτη συκιά. Και μέσα όλα είναι φροντισμένα και νοικοκυρεμένα. Το παλιό χειροποίητο ψυγείο ελληνικής κατασκευής του ’64, η ζυγαριά του ’59 όπου μέχρι και σήμερα ζυγίζουν τα ψάρια, η παλιά σόμπα πετρελαίου. Όλα διατηρημένα σαν σε μουσείο, αν εξαιρέσεις ότι είναι σε χρήση, απόλυτα λειτουργικά. Ακόμα και τα κρασοβάρελα, που τα περισσότερα είναι 50-60 ετών, δεν είναι διακοσμητικά. Κάθε Σεπτέμβρη ξεκρεμιούνται, πλένονται, στυφάρονται και συντηρούνται για να γεμίσουν ξανά μούστο από τα Μεσόγεια (Σαββατιανό) και τη Νεμέα (Ροδίτη και Αγιωργίτικο). Λευκό και ροζέ είναι το κρασί που φτιάχνουν, σε συνεργασία με έναν οινοποιό. Τη συκιά στην αυλή τη φύτεψε ο κ. Σπύρος Αργυρόπουλος, όταν ήταν πέντε χρονών. Εδώ ήταν το πατρικό του, σπίτι και καφενείο μαζί. Ο πατέρας του δούλευε σερβιτόρος στα δύο μεγάλα καφενεία της Ομόνοιας και όταν άνοιξαν το δικό τους, κάποιοι πελάτες-φίλοι τον «ακολούθησαν». Είχε και δύο φίλους ψαράδες, ο ένας έριχνε παραγάδι στον Ιλισό – στην ακτή, δύο βήματα από την ταβέρνα, είναι οι εκβολές του. Τα ψάρια που έπιαναν τα έφερναν στο μαγαζί και τα έριχναν κάτω, για να ψωνίσουν οι πελάτες για το σπίτι. Κάποιοι ζητούσαν και τους τα τηγάνιζαν επιτόπου. Από το ’62 πια, τα Κανάρια έπαψαν το γύρισαν σε αυτό που κάνουν μέχρι σήμερα: γαρίδες και φρέσκο ψάρι, σαλάτα, ελιές και φέτα.

Πατάτες δεν μπαίνουν στο μαγαζί. Έχουν όμως μεγάλη ειδίκευση στη γαρίδα. Ειδίκευση είναι λίγο. Έχουν μάστερ. Ιδίως στις τηγανητές, αλλά, για όποιον θέλει να τις δοκιμάσει κι αλλιώς, τις κάνουν επίσης βραστές και ψητές. Προμηθεύονται γαρίδες και γάμπαρες Πλαταμώνα, που θεωρούν τις νοστιμότερες της Ελλάδας, κι όταν είναι η εποχή αναπαραγωγής τους, τον Ιούλιο και τον Αύγουστο, τα Κανάρια κλείνουν. Η ποιότητα και η προέλευση της γαρίδας τους είναι αδιαπραγμάτευτη. Μεγάλες και γλυκοφάγωτες, αλευρώνονται και τηγανίζονται σε ένα «μυστικό» μείγμα από έλαια – ελαιόλαδο και κάποια άλλα λάδια, που δεν θέλησαν να μας αποκαλύψουν. Τα ψάρια τους τα παίρνουν από Κουφονήσια και Κυκλάδες. Χ.Τ.

Κανάρη 119, Μοσχάτο, Τ/210-94.22.119. Καθημερινές 19.00-24.00. Κυριακές 12.00-17.00. Κόστος: 30-45 χωρίς τα ποτά.

Ψαροκαστέλλα: μια οικογειακή ταβέρνα στις ανηφοριές της Καστέλλας

Φωτογραφίες: Σοφία Παπαστράτη

Είναι χωμένη σε ένα δρομάκι της Καστέλλας, ανάμεσα σε παλιές μονοκατοικίες και μοντέρνες πολυκατοικίες. Εδώ δύσκολα σε βγάζει ο δρόμος. Μόνο αν μένεις στη γειτονιά ή αν μπλεχτείς τυχαία στις ανηφοριές της περιοχής θα τη δεις. Η Μαρία, ο σύζυγός της Κώστας και τα δυο τους παιδιά, ο Νέστορας και ο Κωνσταντίνος, που δουλεύουν όλοι στο μαγαζί, μας υποδέχονται πάντα με χαμόγελο και ευγένεια. Λέω μαγαζί αλλά στην πραγματικότητα πρόκειται για το σπίτι των ιδιοκτητών, χτισμένο το 1929. Το 1986 ο πατέρας της Μαρίας αποφάσισε να ανοίξει μια ταβέρνα, επειδή όμως δεν μπορούσε να επενδύσει οικονομικά σε κάποιον άλλο χώρο, έβαλε στη βεράντα και στο σαλόνι του τραπεζοκαθίσματα και ξεκίνησε να λειτουργεί την Ταβέρνα του Μανώλη – έτσι ήταν το όνομά του. Με την Ψαροκαστέλλα η Μαρία ακολούθησε τα βήματά του, με όσα διδάχτηκε δουλεύοντας στο πλάι του και τις συνταγές και τα μυστικά που της έμαθαν η Πολίτισσα μητέρα και η γιαγιά της.

Το χταπόδι -από τη Χίο- το φτιάχνουν μελωμένο, το σβήνουν με ημίγλυκο κρασί και βάζουν στο τέλος λίγο φρέσκο λάδι και χειροποίητο ξύδι από την Κρήτη. Η σπεσιαλιτέ της μαγείρισσας είναι οι γαρίδες σε πιπεράτη σάλτσα – με αρώματα εσπεριδοειδων, λίγο γλυκιά, λίγο ξινή και λιγουλάκι πικάντικη. Τα θαλασσινά είναι πάντα φρέσκα, γιατί αγοράζουν ό,τι βρίσκουν. Τα οστρακοειδή, όπως τα στρείδια, οι γυαλιστερές, τα κυδώνια και τα χτένια έρχονται μόνο επί παραγγελία, μία μέρα πριν. Χρησιμοποιούν πολύ άγρια βότανα και μυρωδικά, τα οποία φέρνουν από τη Σκιάθο και τα μέλια τα προμηθεύονται από το Γεράκι Λακωνίας. Το ψωμί τους είναι μετσοβίτικο και το παίρνουν από έναν φούρνο στον Προφήτη Ηλεία, τα λαχανικά τους είναι εποχής και ο μανάβης συνεργάτης τους χρόνια. Μην παραλείψετε να παραγγείλετε τις τηγανητές πατάτες, τις τηγανίζουν σε ένα τσουκάλι –ούτε φριτέζες ούτε τηγάνια– σε φρέσκο λάδι και βγαίνουν όνειρο – χρυσαφένιες, τραγανές και πεντανόστιμες. Μ.Π.

Σκρα 19, Πειραιάς, Τ/210-42.22.237 . Κόστος: 25-30 ευρώ/άτομο

Ουζερί του Λάκη: Στην πλατεία Βικτωρίας για ούζα και μεζέ

Η Άννα Πασσά φτιάχνει κάθε μέρα κάτι άλλο

Φωτογραφίες: Άγγελος Γιωτόπουλος

ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΕΠΙΣΗΣ«Ο Τσιτσάνης»: μια ταβέρνα από το 1969 στον Πρόδρομο της Πάρου«Ο Τσιτσάνης»: μια ταβέρνα από το 1969 στον Πρόδρομο της ΠάρουΛέει «ουζερί» και το εννοεί. Τα ούζα που τα βλέπεις παραταγμένα στη σειρά απέναντί σου, με απαλό ή πιο έντονο γλυκάνισο και μυριστικά, μαλακά ή πιο στιβαρά, τα αγαπάει ο Γιώργος Λάμπρου (ο Λάκης, σε περίπτωση που αναρωτιέστε, ήταν ο πατέρας του), και τα μαζεύει με μεράκι. Μαζί με τα τσίπουρα, σε τούτο το μαγαζί που έχει «φωλιάσει» από το 1984 τώρα σε έναν πεζόδρομο στο πλάι της πλατείας Βικτωρίας, είναι καμιά 180αριά. Σπαρμένο  με ναυτικά στοιχεία, παλιά δημοσιεύματα και άλλα μεμοραμπίλια, έχει φίλους καλούς, που παροτρύνουν κι άλλους να έρθουν μέχρι εδώ να πιάσουν ένα από τα τραπέζια του.

Είτε μέσα καθίσεις είτε έξω, τα ψάρια της ημέρας σε περιμένουν στη βιτρίνα έτοιμα για… επιθεώρηση. Το ίδιο και τα θαλασσομαγειρέματα της Άννας Πασσά, που κάθε μέρα σχεδόν σου επιφυλάσσει κάτι άλλο, άλλα κλασικά κι άλλα ασυνήθιστα: είναι εκείνο το ωραίο αχνιστό σαλάχι που πάντα χαίρεσαι να το πετυχαίνεις, το μυδοπίλαφο, ο τραχανάς με γαρίδες, το χταπόδι στιφάδο, τα θαλασσινά γεμιστά…  Το Ουζερί του Λάκη είναι καλή ιδέα για τις φορές εκείνες που θέλεις να ξεφορτώσεις λίγο μέσα στη μέρα, να χαλαρώσεις, να ξορκίσεις την εσωτερική μουντάδα. Πίνεις μια γουλιά, τρως μια μπουκιά, αφήνεις την ώρα να κυλίσει λίγο πιο αργά. Α.Σ.

Ελπίδος 16, Βικτώρια, Τ/210-82.13.776. Κόστος 20-24 χωρίς τα ποτά.

Μαρίδα: Θαλασσομεζέδες με θέα θάλασσα

Φωτογραφίες: Σοφία Παπαστράτη

Η αρχή έγινε τη δεκαετία του ’30 όταν η Μαρίδα (που τότε δεν λεγόταν καν έτσι) ξεκίνησε να λειτουργεί ως στέκι κυνηγών – ένας καφενές με κανένα τηγανητό αυγό για μεζέ. Με τα χρόνια μεταμορφώθηκε σε ένα αξιοπρεπέστατο οικογενειακό ψαροεστιατόριο με μια πλακόστρωτη αυλή-μπαλκονάκι που βλέπει θάλασσα. Πατάτες τηγανητές σαν σπιτίσιες, φρέσκο, άψογα τηγανισμένο καλαμαράκι όλο γλύκα και μαρίδα τηγανητή είναι μερικά μόνο από τα πιάτα που χορταίνουν τις πείνες μετά τις βόλτες στην παραλία ή το κολύμπι. Δοκιμάστε και τα μαραθοπιτάκια που φτιάχνουν οι ίδιοι από την αρχή, όπως και τα μυζηθροπιτάκια. Τον χειμώνα κάνουν και τη δική τους λακέρδα, ενώ το καλοκαίρι το μενού έχει γαύρο που μαρινάρουν ωραία και ελαφριά. Τα αλείμματα τους θέλουν λίγη παραπάνω δουλειά. Στα συν και το ευγενέστατο προσωπικό. Γ.Π.

Παραλιακή οδός Αθηνών-Σουνίου, Λεγραινά, Τ/22920-51.221. Καθημερινά: 11:30-23:00. Κόστος: περίπου 20 ευρώ/άτομο.

Για ψάρι

Μαγειρεία - Ταβέρνες

Μεζεδοπωλεία - Ουζερί

Αθήνα

Αττική | Περίχωρα Αθήνας

Καλλιθέα

Καμίνια

Ομόνοια

Πειραιάς

Βραβεία Ποιότητας

Δες ανά κατηγορία τα βραβεία των προηγούμενων ετών