Για το σπανάκι (Spinacia oleracea) οι περισσότεροι υποστηρίζουν πως προέρχεται από την Περσία και θεωρούν ότι η λέξη σπανάκι προέρχεται μεν από το ελληνικό μεσαιωνικό «σπινάκιον», αλλά στην πραγματικότητα από την περσική λέξη «ισπανάγ». Πάντως, από την Περσία έφυγε γύρω στον 12ο αιώνα, για να καλλιεργηθεί στη Δυτική Ευρώπη.
Τα περί σιδήρου του σπανακιού και Ποπάι ξεχάστε τα. Το σπανάκι περιέχει πολύ λιγότερο σίδηρο απ’ ό,τι λέει η φήμη του και οφείλεται, όπως αναφέρει ο θρύλος, σε λάθος Αμερικανίδος δακτυλογράφου. Περιέχεται μεν σίδηρος, λιγότερος πάντως απ’ αυτόν στα δημητριακά ή τα όσπρια, ο οποίος μάλιστα για να απορροφηθεί πρέπει να συνοδεύεται από βιταμίνη C, όπως έναν γερό χυμό λεμονιού. Θα λέγαμε, λοιπόν, ότι μια σαλάτα με φρέσκα τρυφερά φύλλα σπανακιού κι ένα αρωματικό λαδολέμονο είναι καλύτερη από μια σπανακόπιτα. Είναι ένα λαχανικό πλούσιο σε θρεπτικά συστατικά, βιταμίνες, φολικό οξύ, μαγνήσιο, φυτικές ίνες και αντιοξειδωτικά. Προστατεύει τον οργανισμό από ασθένειες όπως οστεοπόρωση, καρδιαγγειακές παθήσεις, αρθρίτιδα κ.ά.
Σπανάκι υπάρχει ανοιξιάτικο, θερινό και φθινοπωρινό. Το ψυχρό κλίμα ευνοεί την ανάπτυξή του. Οπότε, με το που θα ανέβουν οι θερμοκρασίες, χρειάζεται αρκετό πότισμα. Υπάρχουν αρκετές ποικιλίες με πιο γνωστές στην Ελλάδα το κοινό, το κοντό και το πλατύφυλλο Άργους.
Στη μαγειρική το σπανάκι χρησιμοποιείται σε πουρέ, σε πιλάφια, σε ριζότο, ως υποδομή σε μείγμα χόρτων ή σε σαλάτες. Ταιριάζει με γιαούρτι, τομάτα, θαλασσινά, όσπρια, κρασί, φυσικά λάδι, αλλά προσοχή: το μαγειρεμένο σπανάκι τη δεύτερη μέρα γίνεται τοξικό, γι’ αυτό καλό είναι να καταναλώνεται αυθημερόν.